`Εκείνη την ημέρα, στον ξεθωριασμένο καθρέφτη των μουχλιασμένων νιπτήρων ανακάλυψα ένα ανιαρό πρόσωπο σ` ένα ανιαρό κορμί, ένα παρουσιαστικό τόσο αδιάφορο, χωρίς τίποτε το αξιοπρόσεκτο, χωρίς καθόλου χαρακτήρα, που ώς κι εγώ ο ίδιος, επιτόπου, ένιωσα πλήξη. Το αίσθημα της μετριότητάς μου με κυρίευσε σαν αποκάλυψη.`
Απελπισμένος από την ταπεινή του εμφάνιση και την αφάνεια στην οποία πιστεύει πως είναι καταδικασμένος, ένας νεαρός άντρας αποφασίζει να πηδήξει σ` έναν γκρεμό, όταν εμφανίζεται πίσω του ο διάσημος εκκεντρικός εκατομμυριούχος καλλιτέχνης Ζευς-Πέτερ Λάμα, που του κάνει μία πρόταση: να τον μετατρέψει σε ένα διεθνούς φήμης έργο τέχνης πλάθοντάς τον εκ νέου, σαν ένα ανθρώπινο άγαλμα ανώτερο οποιουδήποτε άλλου. Το μόνο που θα πρέπει να ξεχάσει διά παντός, είναι η ανθρώπινη υπόστασή του. Ο νεαρός, σίγουρος πως δεν έχει πια τίποτα να χάσει, δέχεται.
Ο Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ, ως `εικαστικός λογοτέχνης` και παιδί της φιλοσοφικής αναζήτησης, αναρωτιέται για τη θέση του `ωραίου` και της `τέχνης` στη σημερινή κοινωνία, στήνοντας μια θαυμαστή σάτιρα-κριτική της σύγχρονης πιεστικής και απάνθρωπης ζωής. Ανησυχητικό όσο και ελκυστικό, το Όταν ήμουν έργο τέχνης αναμειγνύει αντικρουόμενα συναισθήματα που βάζουν σε δοκιμασία τις έννοιες του `πολιτικώς ορθού` και των `αγνών προθέσεων` των καλλιτεχνών και των φιλότεχνων οπαδών τους.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]