Γνωριμιές μας περιβάλλουν άπειρες, μοιάζει να λέει ο τίτλος - φιλία όμως μία υπάρχει. Η φιλία, ζωτικός ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στον έρωτα και στην πίστη, στα νεανικά χρόνια που άλλοτε δείχνουν κι άλλοτε κρύβουν αν θα γίνεις ο εαυτός σου ή κάποιος άλλος, είναι το κύριο μουσικό θέμα στο ιταλικά γραμμένο κείμενο αυτό του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε ελληνική μετάφραση από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο.
Στην Μπολόνια, με το αρχαιότερο Πανεπιστήμιο της Ευρώπης, το βαρύ κλίμα και τους θαλερούς κήπους, έζησε τα παιδικά και φοιτητικά του χρόνια ο Γιώργος Σαραντάρης, που γεννήθηκε το 1908 στην Κωνσταντινούπολη από Αρκάδες γονείς. Γυρίζοντας στην Ελλάδα το 1931 αποφασίζει να καταγράψει τις αναμνήσεις του από τα χρόνια εκείνα που πέρασε βυθισμένος στη φιλοσοφία και στην ποίηση, δαιμονιωδώς παρατηρώντας τους γνωστούς και φίλους, την ερωτική και την πνευματική τους ζωή, τη σωματική τους διάπλαση, την υγεία και την οικονομική τους κατάσταση.
Είναι "Σημειώσεις για τις αναμνήσεις που δε θα γράψω ποτέ" ή "άσκηση για ένα μυθιστόρημα", είδος που θα τον απασχολεί κι αργότερα στη σύντομη ζωή του (χάθηκε 33 χρονών το 1941 σε κλινική της οδού Τροίας στην Αθήνα από τύφο που έπαθε ενώ βρισκόταν στο Αλβανικό Μέτωπο). Πολύ ουσιαστική, όμως, ήταν η συμμετοχή του στην πνευματική ζωή της Αθήνας στην καρπερή δεκαετία του `30, αφήνοντας ποιητικό και δοκιμιακό έργο που εκδόθηκε κατ` αρχήν συνολικά σε πέντε τόμους (Gutenberg 1987), και υστερότερα σε δύο τόμους φροντισμένους από τη Σοφία Σκοπετέα (Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου 2001, 2006).
Ο ποιητής -που έγραψε τους στίχους "Λένε πως η άνοιξη ξανά / Πρώτα θα κάνει φόνο / Πρώτα θα κάνει φόνο / Κι ύστερα θα πεθάνει"- στην άνοιξη της ζωής του θυμάται μια πόλη, μια εποχή, μια νεανική συντροφιά. Είναι 24 χρονών και θυμάται τα 19 του με πίκρα, με ανοχή, με κομψότητα, με περίτεχνο ύφος και αγνότητα. "Ήμουν ο νεότερος απ` όλους", γράφει, "και άλλος από αυτόν που είμαι τώρα", και ψάχνει σε όλους σαν μέτρο για την αξία τους τα δύο εκείνα στοιχεία που στον ίδιο ποτέ δεν απόλειψαν : "σκέψη και πάθος".
Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, που δεν έπαυε να επιστρέφει σε όσα διάλεξε με καιρό και με κόπο για συγγενικά του, μετέγραψε το πρωτότυπο ιταλικό κείμενο, από το Αρχείο Γιώργου Μαρινάκη, και το μετέφρασε, μαστορικά όπως συνήθιζε, για να εκδοθεί στο Ροδακιό.
Δέκα εικόνες από δρόμους και κήπους της Μπολόνιας, που αναφέρονται στο κείμενο, προστέθηκαν μέσα στο βιβλίο, χλοερά μνημονεύοντας τον Σαραντάρη, τον Λορεντζάτο και τη Σκοπετέα, που δεν υπάρχουν πια.