Τη ζωή μου τη θυμάμαι από τη μέρα που κάτι μεγάλα ζεστά χέρια με κράτησαν στις χούφτες τους. Γύρισα και κοίταξα να δω ποιος με κρατούσε. Ήταν ο θείος Πλάτων και είχε γαλάζια μάτια, μα καταγάλανα... Αργότερα βρέθηκα μέσα σε 4 μικρές ξυλιασμένες χουφτίτσες κι άκουσα κάτι παιδικές φωνούλες που λέγανε: «Τι ωραίο γαϊδουράκι!». Η Ειρήνη και ο Γιάννης, δύο αδερφάκια, κάνουν ένα σωρό κουβέντες για ό,τι παράξενο τους συμβαίνει με ένα γαϊδουράκι από πανί που έχει στο στήθος ένα φερμουάρ και, αν τ` ανοίξεις, βρίσκεις μια κόκκινη καραμέλα: την καρδιά του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]