Η Μαρί και η μητέρα της έχουν ένα ξενοδοχείο Ίρις σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη. Ταπεινό αλλά φροντισμένο, είναι συνήθως γεμάτο. Όπως κάθε βράδυ, η Μαρί κρατάει τη ρεσεψιόν. Οι πελάτες του ξενοδοχείου κοιμούνται ήσυχα. Η ηρεμία ξάφνου διακόπτεται από κραυγές. Μια γυναίκα βγαίνει από το δωμάτιό της βρίζοντας σκαιότατα τον άντρα που τη συνοδεύει. Η Μαρί εντυπωσιάζεται από τη σκηνή, και ασυνείδητα ευαισθητοποιείται από την κομψότητα και τη διακριτικότητα αυτού του ηλικιωμένου άντρα που τον κατηγορούν δημόσια για τις χειρότερες σεξουαλικές παρεκκλίσεις. Λίγες μέρες αργότερα τον συναντά σ` ένα κατάστημα. Ο άντρας παραξενεύει και γοητεύει τη νεαρή. Από περιέργεια ή έλξη, θα τον ακολουθήσει. Αθώα ή έχοντας βαθιά συνείδηση της τρομακτικής ομορφιάς της, η άμωμη έφηβη εισέρχεται στην αρένα του πόθου. Οι εξοικειωμένοι με το έργο της Ογκάουα και τον ανησυχητικό κόσμο της δυσφορίας που χτίζει με δεξιοτεχνία, εισέρχονται αυτή τη φορά σε μια ιστορία έρωτα χωρίς όρια, πολύ πέρα από την υπαινικτική ατμόσφαιρα που διαπότιζε τα προηγούμενα βιβλία της (Ο παράμεσος, Η πισίνα των καταδύσεων / Ο κοιτώνας / Ημερολόγιο εγκυμοσύνης, Εκδόσεις Άγρα 2002 και 2003). Γιατί ανάμεσα στη νεαρή ρεσεψιονίστ και τον ηλικιωμένο μοναχικό μεταφραστή, το παιχνίδι σώμα με σώμα δεν είναι παιχνίδι φενακισμών. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]