Η Όλγα η Συννεφούλα βρέχει όπου της κάνει κέφι· πάνω στον κύριο Τεμπελάκη που πηγαίνει στη δουλειά του, πάνω στις γάτες που χουζουρεύουν με τις ώρες στο γρασίδι, πάνω από τα λουλούδια, που είναι μαραμένα και διψασμένα. . . Το βράδυ, εξαντλημένη από την κούραση, λικνίζεται στην αγκαλιά του φεγγαριού. Εκεί την περιμένει μια έκπληξη. Ένα ιπτάμενο άλογο θα την πάρει στη ράχη του και θα την ταξιδέψει στην περιπέτεια. . . Άραγε αυτό συνέβη στ` αλήθεια ή μήπως ήταν ένα όνειρο που είδε η Όλγα στην αγκαλιά του φεγγαριού;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]