Χριστούγεννα με τον Ουίνστον
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-88063-4-4
Noėma, Αθήνα, 12/2025
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 12.72 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 166 σελ.
Γαλλική (γλώσσα πρωτοτύπου)
Περιγραφή

Παραμονή Χριστουγέννων. Ο Ουίνστον είναι μόνος, ανάμεσα σε αναμνήσεις, σκιές και φως. Το ρολόι μετράει αντίστροφα, μα τίποτα δεν βιάζεται πραγματικά.

Η Κορίν Ντεσαρζέν σκιαγραφεί τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, τον ηγέτη, τον σύζυγο, το παιδί, τον θρύλο. Μέσα από θραύσματα λόγου και σιωπής, τον φέρνει πιο κοντά, σχεδόν τον αγγίζει, για μια στιγμή που μοιάζει αιώνια.

Ένα βιβλίο για τη μνήμη και την απώλεια, για τη ζεστασιά που απομένει όταν όλα τριγύρω έχουν παγώσει, ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι χωρίς θαύμα, μόνο με την απλή, επίμονη παρουσία της ζωής.

1.

Η καλύτερη στιγμή σε μια γιορτή είναι το πριν και το μετά. Το πριν, με πολλή αγωνία να οργανώσεις τα στάδια της προετοιμασίας, να σε διακατέχει η επιθυμία να ξεφύγεις από τους δείκτες του ρολογιού και να αγνοήσεις τον χτύπο του γκογκ στην προσέλευση των πρώτων καλεσμένων. Το μετά, ένα μπούτι από κοτόπουλο στο χέρι πολύ αργά, ένα χαμόγελο που στάζει λίπος, καθώς αφήνεις τη φιλόξενη νύχτα να σε υποδεχτεί. Η στιγμή που παρακολουθείς τα υλικά να διαλύονται, που αγαλλιάζεις μπροστά στην καμφθείσα έπαρση ενός δημοφιλούς πιάτου, που λες «Ευχαριστώ» στο ζεστό νερό παρηγορώντας τα άπλυτα πιάτα, διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία να μείνεις όρθιος όσο το δυνατόν περισσότερο παρατηρώντας όπως ποτέ άλλοτε τους μαιάνδρους του λίπους πάνω στα τοιχώματα του νεροχύτη και στην επιθυμία να ριχτείς στο πρώτο κρεβάτι που θα βρεις μπροστά σου, να απομονωθείς εκεί μέχρι την άνοιξη, και να ονειρεύεσαι ότι ξεφορτώνεσαι τα πάντα. Για να αρπάξεις πάλι με το χέρι ένα κομμάτι τυρί Bleu de Gex.

Τα περιγράμματα βουνών από μελάνι, οι μακρινές ρίψεις των επίμονων λάσο των μιλιμπάρ στο ανεξίτηλο μπλε ή στο σχεδόν πράσινο του τυριού Morbier. Αυτό το μπλε της ίριδας, αυτό το λουλούδι που αποτυπώνεται από μόνο του, αφήνοντας στα δάχτυλα ένα μπλε ιώδους απόχρωσης.

Μία γιορτή την απολαμβάνεις δύο φορές. Την πρώτη με ενθουσιασμό. Τη δεύτερη συγκρατημένα, με παραισθήσεις, ανακαλύπτοντας παντού οιωνούς.

Τα Χριστούγεννα σ’ αυτό χρησιμεύουν.

Φάγαμε καλά. Φάγαμε διαφορετικά.

Το πιάτο, όπως το κρεβάτι, είναι ένα σταυροδρόμι. Μια στιγμή αλήθειας. Γιατί τα Χριστούγεννα, αυτό το κλαδί της αρκεύθου που μπορεί να είναι και ναρκοπέδιο, είναι πάνω απ’ όλα ένα πιάτο.

Και ο Ουίνστον, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, είναι τα Χριστούγεννα.

Χριστούγεννα από μόνος του.

2.

Η πρόσοψη του Μπλένιμ, του πελώριου κτιρίου του Όξφορντσαϊρ, έχει μήκος εξήντα μέτρα. Ένα κεντρικό εξόγκωμα, μοναδικό και φουσκωμένο στήθος –δίνει σε όποιον το αντικρίζει την αίσθηση του πόνου που προκαλείται στο στομάχι καθώς σπρώχνουμε το τραπέζι– χωρίζει δύο φτερά με μεγαλοπρεπείς πτυχώσεις από μία ουρά που διατρέχει το γρασίδι. Σε ένα μικρό δωμάτιο, το πιο κοντινό στην είσοδο, γεννήθηκε ο Ουίνστον, στη μία και μισή το πρωί στις 30 Νοεμβρίου 1874. Ο δούκας του Εδιμβούργου θα γεννηθεί πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Στις βασιλικές οικογένειες αρέσουν τα αρχαϊκά έθιμα.

Στο Μπλένιμ είναι λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Αντηχεί το βουητό του υπηρετικού προσωπικού που πρέπει να παραμείνει αόρατο. Σύμφωνα με τα καθιερωμένα, που δεν περιλαμβάνουν τον κρίκο με τα αρχικά ή με το όνομα εκείνου που θα σκουπιστεί πολλές φορές με την ίδια πετσέτα, επιβάλλεται να πλένονται οι πετσέτες και τα τραπεζομάντιλα αμέσως μετά από κάθε γεύμα. Έφτασε ήδη η εποχή της προετοιμασίας για τις γιορτές, για όλα εκείνα τα Χριστούγεννα της παιδικής του ηλικίας που το μικρό μπουλντόγκ με το πυρρόξανθο τρίχωμα θα περάσει μακριά από τους γονείς του. Από την Αμερικανίδα μητέρα του, την οποία απορροφά η δίνη των χορών και των σχέσεων. Γονείς στους οποίους ο Ουίνστον εκλιπαρώντας, απεγνωσμένος, θα γράψει εξήντα φορές, και οι οποίοι θα του απαντήσουν μόνο τις έξι. Ένας πολικός αστέρας που θα αγαπήσει με τρυφερότητα χωρίς αυτός να του το ανταποδώσει, ή τουλάχιστον θα αργήσει να το κάνει. Ένας περιφρονητικός πατέρας, που διαρκώς έχει την τάση να επικρίνει και που ο Ουίνστον θα θαυμάζει σε όλη του τη ζωή. Μία πενηντάρα γκουβερνάντα με το ψυχρό όνομα «κυρία Έβερεστ» που θα του προσφέρει τη μοναδική αληθινή ζεστασιά, σε αυτόν με τα οπίσθια γδαρμένα από τα χτυπήματα με ραβδί τα οποία συχνά του ρίχνουν στο σχολείο του, στο Χάροου. Θα είσαι καλά εκεί ψηλά, είναι πάνω στους λόφους, θα δεις.

Παίζει σκάκι, εκτρέφει μεταξοσκώληκες, ζωγραφίζει, παίζει βιολοντσέλο και κερδίζει ένα κύπελλο στην ξιφασκία. Στα δεκατέσσερά του μπορεί και απαγγέλλει χίλιους διακόσιους στίχους από το Lays of Ancient Rome του Μακόλεϊ και ολόκληρες σκηνές του Σαίξπηρ. Αργότερα, Σέλλεϋ και Μπάιρον –από το «Τσάιλντ Χάρολντ» του τελευταίου θα παραθέσει την ονομασία «Ηνωμένα Έθνη»– και μετά Κητς. Ποιον; Τον Κητς, τον άγνωστο ακόμη ποιητή του «Ode to a Nightingale» που θα σπεύσει να μάθει απέξω. Αυτά τα μέσα, αυτές τις ασπίδες, αυτές τις κροτίδες στο στρίφωμα του σάβανου, αυτούς τους ουσιώδεις στίχους που αργότερα θα κρατήσουν ψηλά το ηθικό των στρατευμάτων στον πόλεμο, καθώς ο Ουίνστον φρόντιζε τόσο για το χορωδιακό τραγούδι όσο και για την έλλειψη σε τραπουλόχαρτα.

Αυτή η προσοχή στην οποία δεν είχε ποτέ δικαίωμα ως παιδί εξηγεί το ξέφρενο και το τόσο μεταδοτικό κέφι που θα κάνει τους καλεσμένους του να σταθούν στα τέσσερα στο παρκέ, για να τον δουν να αναπαριστά με ποτήρια και καράφες τις καθοριστικές φάσεις των μαχών που διεξήγαγαν οι πρόγονοί του, οι δούκες του Μάρλμπορο. Στο Γκέτισμπεργκ, ο Ουίνστον θα φέρει σε δύσκολη θέση τον ξεναγό όταν θα τον διορθώσει σχετικά με τη διάταξη των στρατευμάτων και των κανονιών.

Στα δεκαέξι του, γράφει σε έναν φίλο του ότι προαισθάνεται μία εισβολή πρωτοφανούς έκτασης και τον διαβεβαιώνει ότι θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων όταν φτάσει η ώρα να σώσουν την πρωτεύουσα και την Αυτοκρατορία. Το σχολείο του: το στρατόπεδο. Το πανεπιστήμιό του: το πεδίο της μάχης. Ο περιστασιακός μέντοράς του: ένας εραστής της μητέρας του που του μαθαίνει πώς να χρησιμοποιεί, σαν εκκλησιαστικό όργανο, κάθε τόνο της ανθρώπινης φωνής. Η πρώτη του μεγάλη αγάπη: η Αυτοκρατορία. Γιατί ερωτεύεται παράφορα, ναι, όλες αυτές τις ροζ περιοχές πάνω στον χάρτη, τις Ινδίες παρά τα suttee, τις πυρές που στήνουν για τις χήρες, και τα thugee, τις τελετουργικές ανθρωποκτονίες. Η Αυτοκρατορία της οποίας τη ζέστη περιγράφει τόσο καλά – τόσο πυκνή που μπορούμε να τη σηκώσουμε με τα χέρια, που στηρίζεται στους ώμους σαν ένα σακίδιο και που βαραίνει το κεφάλι σαν εφιάλτης.