Ο φιλοξενούμενος του Ιώβ
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-88063-3-7
Noėma, Αθήνα, 12/2025
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 12.72 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 158 σελ.
Πορτογαλική (γλώσσα πρωτοτύπου)
Περιγραφή

Πορτογαλία, δεκαετία του ’50. Σε έναν κόσμο που ασφυκτιά κάτω από τη σκιά της εξουσίας, άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, πασχίζουν να βαδίσουν με αξιοπρέπεια μέσα από τη στέρηση και την ανέχεια. Σε ένα μικρό χωριό του Νότου, δυο άντρες, θείος και ανιψιός, ξεκινούν ένα ταξίδι σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, απαλλαγμένης από την ανεργία και τη φτώχεια που μαστίζουν τον τόπο τους. Την ίδια στιγμή, ένα κορίτσι κρατείται άδικα, ενώ ένας Αμερικανός αξιωματικός επισκέπτεται την περιοχή φέρνοντας μαζί του τον θαυμασμό μα και μια αίσθηση παραφωνίας.

Η αλληγορική ματιά του Καρντόζο Πίρες στην ξένη επέμβαση, στην εξουσία και στην κοινωνική ανισότητα κορυφώνεται στην ιδιάζουσα συνάντηση δύο εκ διαμέτρου αντίθετων κόσμων. Μια αφήγηση για εκείνα που χάνονται, αυτά που επιβιώνουν, και όσα μας διαμορφώνουν, κι ας μην το καταλαβαίνουμε. Ένα μυθιστόρημα για τη φθορά, την αντοχή, τη μνήμη.

Απλωμένο σε ξεραμένα ρυάκια, σε μια γη από άργιλο και άμμο που συρρικνώνεται στον ήλιο· χωράφια που σχίζονται στα δυο από τον μακρύ ασφαλτοστρωμένο δρόμο ή από τους θορυβώδεις αναστεναγμούς του τρένου –εκεί όπου αναδύεται ο χερσότοπος– βρίσκεται το Σερκάλ Νόβο: μια σάλπιγγα, μια εκκλησία στη μέση του στρατώνα, μισή ντουζίνα σπίτια κατά μήκος του δρόμου και πάνω απ’ όλα ένα σφύριγμα, ένα λεπτό ίχνος καπνού που απλώνεται πάνω από την πεδιάδα.

Τουουου…

«Τρένο από την Έβορα» λένε οι στρατιώτες στους στρατώνες.

«Τρένο από την Έβορα» λένε στη φυλακή, στο ιατρείο και στο Σπίτι του Στρατιώτη. «Τρένο από την Έβορα, τρένο για όποιον περιμένει γράμμα και για όποιον βγαίνει με άδεια».

Και καθισμένος στο μπαρ κάποιος τραγουδά:

Εκεί πάει το τρένο, εκεί πάει
Εκεί πάει σφυρίζοντας…

Χυμένος σε μια από αυτές τις μπάρες, ο δεκανέας Τρία Δεκάξι χτυπά με δύναμη ένα μεταλλικό καπάκι.

«Σουτ!»

Η κραυγή έπεσε με δύναμη από ψηλά πάνω στους δύο νεοσύλλεκτους που τραγουδούσαν στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Τους βρήκε πολύ κοντά μεταξύ τους, με το χέρι του ενός στον ώμο του άλλου, και τους έκοψε τη φωνή. Κάθονταν σε έναν μακρύ πάγκο, σαν δυο παιδιά που είναι φίλοι και σαν τα ερωτευμένα ζευγάρια τις Κυριακές στους κήπους.

Τώρα οι δύο νεαροί στρατιώτες υγραίνουν τα χείλη, όπως κάνουν μερικά ζώα όταν περιμένουν την επίθεση που θα τα κατασπαράξει, αμίλητοι και προσεκτικοί και απολύτως συγκεντρωμένοι στη φιγούρα που παλεύει με το κρασί για να καταφέρει να ισιώσει. Δεν κουνιούνται ούτε κάνουν σήμα. Παρακολουθούν τα τινάγματα, τους δισταγμούς, την επιμονή του δεκανέα και όλααυτά –ασυντόνιστες κινήσεις, τινάγματα, δισταγμοί– τους θυμίζουν τους ελιγμούς των τρένων όταν φεύγουν ή μπαίνουν σε σταθμούς γεμάτους βαλίτσες και μπερδεμένους ανθρώπους.

Ούτε ο μπάρμαν στην άλλη πλευρά του μπαρ κάνει καμία κίνηση. Δεν σκεφτόταν απαραίτητα ταξίδια και τρένα – ήταν και είναι όπως πάντα: καθισμένος παντελώς αδιάφορος, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά με βλέμμα που μοιάζει να σε διαπερνά, κι όμως πίσω σου, στην πόρτα που βγαίνει στον δρόμο, δεν υπάρχει απολύτως κανείς. Ούτε καν εκείνος ο απελπισμένος για το κρασί στρατιωτικός που τρίβει το πρόσωπό του στο μπαρ, απλώνει τα νύχια και τους αγκώνες και φαντάζει σαν τέρας μπροστά σε δύο φοβισμένους νεοσύλλεκτους.

«Σουτ!»

Για να μετρήσει τη σιωπή που ακολούθησε αυτήν τη διαταγή, ο Τρία Δεκάξι τεντώνει το κορμί του. Ισορροπεί σε μια βαθιά θάλασσα κρασιού, κλείνει τα αυτιά με τα χέρια. Όμως ακόμα και μέσα από τα δάχτυλα, ακόμα και μέσα στον ύπνο του, ακούει το τρένο να περνά:

Τουουου…

«Σουτ!» Αρχίζει να κλαίει, κι αμέσως μετά επιτίθεται με νέα κραυγή: «Σουτ! Σουτ πια με αυτό το τραγουδάκι, τόσες φορές σάς το είπα!»

Δεν είναι ξεκάθαρο αν το λέει πάλι στους νεοσύλλεκτους, στο τρένο ή στο ίδιο του το κλάμα. Ίσως σε όλα μαζί – στον κόσμο, στον ίδιο του τον εαυτό. Και βρίσκεται σε εγρήγορση. Οι άλλοι δεν βγάζουν κιχ.

Τουουου…

«Παλιο…»

Τουουου…

Ο Τρία Δεκάξι τυφλώνεται, η ταβέρνα βρίσκεται στο έλεος της οργής του και του σφυρίγματος που χάνεται εκεί έξω. Όλα έχουν συρρικνωθεί, όλα είναι συγκεντρωμένα στην πρόκληση που έρχεται από μακριά, από το τρένο. Και με το τρομακτικό αυτό σημάδι, όλοι ξέρουν τι θα ακολουθήσει: κι άλλες γροθιές στην μπάρα και ο άντρας να ουρλιάζει ξανά.

«Σουτ, γαμώτο! Σουτ!»

Είναι μια μάχη, ένας αγώνας ανάμεσα στον δεκανέα και στο τρένο.

Τουουου…

«Που να με πάρει… Σουτ εκεί πέρα!»

«Φτάνει πια» γρυλίζει μπουχτισμένος ο ταβερνιάρης.

Ο δεκανέας γυρίζει προς το μέρος του σαν θηρίο έτοιμο να επιτεθεί.

«Σουτ κι εσύ!»

Το χειρότερο είναι ότι σε αυτόν τον αναπάντεχο χορό το σώμα του τον προδίδει. Οι σόλες στις μπότες του ξύνουν τις πλάκες του πατώματος, ο άντρας χάνει την ισορροπία του μες στη ζάλη μιας λάθος στροφής, μα έλα που καταφέρνει να μείνει όρθιος ως εκ θαύματος. Μένει σιωπηλός, αναποφάσιστος, και κάθε τόσο τινάζεται από τον λόξιγκα. Σιγά σιγά αρχίζει να λυγίζει, να υποχωρεί, και το γεμάτο με κρασί σώμα του πέφτει πάλι πάνω στην μπάρα.

«Σουτ» μουγκρίζει ακόμη, καθώς βυθίζεται σε βαθύ λήθαργο.