Τώρα αρχίζει η ζωή μου
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-88063-2-0
Noėma, Αθήνα, 12/2025
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 12.72 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 146 σελ.
Αραβική (γλώσσα πρωτοτύπου)
Περιγραφή

Όταν ο Γιουσέφ αλ-Σαχάλ, γνωστός δικηγόρος στη Λατάκια της Συρίας, πέφτει από την ταράτσα κτιρίου, οι φήμες μιλάνε αρχικά για αυτοκτονία. Μήπως, όμως, πρόκειται για δολοφονία; Οι ανακριτές καλούνται να ρίξουν φως στην υπόθεση, παίρνοντας καταθέσεις από τα κοντινά του πρόσωπα: τη Ρίμα, τη σύζυγό του με την οποία επρόκειτο πολύ σύντομα να μεταναστεύσουν, τον Ιγιάς, καλό του φίλο που ζει μόνος αφότου τον εγκατέλειψε η γυναίκα του, τη Λιν, μια κοπέλα που είχε κρυφή σχέση μαζί του. Ποιος είχε συμφέρον να βγάλει τον Γιουσέφ απ’ τη μέση; Θα καταφέρουν οι ανακριτές να δώσουν στην κοινή γνώμη τον ένοχο που αποζητά;

Ένα μυθιστόρημα για την απώλεια, τη μοναξιά, τα μυστικά, και το πώς ένα τυχαίο γεγονός έχει τη δύναμη να λειτουργήσει ως αφετηρία ή ως καταδίκη γι’ αυτούς που μένουν πίσω. Άραγε, μπορεί η ζωή να ξαναρχίσει, ακόμα και μετά από μια τόσο βαθιά ρωγμή;

Τα πρόσωπα

Ιγιάς

Ζω μόνος εδώ και δύο χρόνια και μερικούς μήνες. Η γυναίκα μου με άφησε· εκείνη ήταν που ζήτησε τον χωρισμό, και πήρε μαζί της και τον γιο μου. Ζω μόνος, μες στο μυαλό μου οι αλυσίδες του παρελθόντος. Η γυναίκα μου με άφησε· εκείνη ήταν που ζήτησε τον χωρισμό, και πήρε μαζί της και τον γιο μου.

Έψαχνα να βρω τον καφέ – μετά την επιστροφή μου από του Γιουσέφ τον είχα παραπετάξει κάπου που δεν θυμόμουν. Συνήθιζα να αφήνω το σπίτι μου άνω κάτω, και όσοι έρχονταν να με επισκεφθούν είχαν μάθει να μη δίνουν σημασία στο χάος μέσα στο οποίο ζούσα. Μετά τον χωρισμό μου από τη Σαφά, έγινα ξανά ακατάστατος – δεν αισθανόμουν πια την πίεση που μου προκαλούσε η συμβίωση μαζί της. Δεν ένιωθα πλέον ντροπή για την ακαταστασία μου, όποιος κι αν ήταν ο επισκέπτης μου, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Όταν περνάνε τα χρόνια, ο άνθρωπος μαθαίνει να καμαρώνει για τις αδυναμίες του, ή τέλος πάντων να μην αισθάνεται πια άσχημα για αυτές, και σταματά να εξηγεί τον εαυτό του στους άλλους.

Είχα μόλις βρει τον καφέ πάνω σε μια καρέκλα στον διάδρομο, κοντά στην πόρτα, όταν άκουσα ελαφριά χτυπήματα, τόσο απαλά π ου αν δεν ήμουν στο χολ δεν θα τα είχα ακούσει. Παρ’ όλα αυτά, στην αρχή τα αγνόησα. Πήρα τον καφέ και ετοιμαζόμουν να επιστρέψω στην κουζίνα. Αλλά τα χτυπήματα ξαναήρθαν με την ίδια ευγένεια, λες και κάποιος με υπομονή και απόγνωση και την ίδια συνεσταλμένη επιμονή, στεκόταν στο κατώφλι μου σαν κυνηγημένος. Αυτή την εντύπωση σχημάτισα πριν ακόμα ανοίξω την πόρτα, και δίστασα να το κάνω – ήμουν ιδιαίτερα προσεκτικός με την ησυχία που είχα καταφέρει να έχω στη ζωή μου.

Έχοντας τον καφέ στο ένα χέρι και αγγίζοντας με το άλλο τη γενειάδα μου, κατευθύνθηκα προς την πόρτα με προσοχή που σχεδόν ταίριαζε στα χτυπήματα του φοβισμένου ανθρώπου που έστεκε απέξω. Ένιωθα, καθώς έσπρωχνα δειλά την πόρτα, ότι ήμασταν δύο τρομαγμένα πλάσματα· ο ένας μέσα, ο άλλος έξω. Τελικά άνοιξα και είδα τη Λιν να στέκεται στην είσοδο του σπιτιού μου. Δεν χρειάστηκε να την καλέσω να μπει· μόλις τράβηξα την πόρτα, γλίστρησε από τον στενό χώρο ανάμεσα σε μένα και τον τοίχο, και πέρασε στο χολ. Εκείνη μπήκε κι εγώ την ακολούθησα. Παρατήρησα τη βιασύνη με την οποία διέσχισε το χολ, και το πώς κατευθύνθηκε αμέσως στον καναπέ μόλις βρέθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Δεν έδειχνε αμηχανία, ήξερε τα βήματά της, σαν να είχε αφήσει τον φόβο και την αμφιβολία έξω.

Τη βρήκα να κάθεται στον τριθέσιο καναπέ στο σαλόνι και να με κοιτάζει με μάτια προδομένα. Ο τρόπος που καθόταν είχε μια ελαφρότητα – από το προηγούμενο βράδυ είχα την αίσθηση ότι ήταν αρκετά αυθόρμητη. Ήταν άνετη, με τα πόδια της λιγάκι ανοιχτά. Είχε βρει τον χρόνο να τραβήξει ένα από τα μαξιλάρια και να το βάλει στην αγκαλιά της. Στήριξε το κεφάλι της στα χέρια της και συνέχισε να με κοιτάζει. Με ξάφνιασε με την αμεσότητά της. Η στάση της, όσο απλή κι αν φαινόταν, έμοιαζε προσχεδιασμένη.

Δεν είχαν περάσει παρά μόνο λίγα λεπτά από την είσοδό της στο σπίτι μου, κι αν την έβλεπε κανείς θα νόμιζε πως ζούσε μόνιμα εδώ. Της ζήτησα να με περιμένει όσο θα ετοίμαζα καφέ και για τους δυο μας, κι έπειτα άρχισα να περιφέρομαι στα δωμάτια. Χωρίς να το θέλω, αισθάνθηκα την ανάγκη να συμμαζέψω λίγη από την ακαταστασία που ισχυριζόμουν πως δεν με έφερνε σε δύσκολη θέση. Ένιωσα ότι η μοναξιά μου είχε αποκαλυφθεί. Έριξα τα βρόμικα ρούχα στο καλάθι για τα άπλυτα και το έσπρωξα με το πόδι μου καθώς συνέχισα για την κουζίνα.

Η Λιν φάνηκε να αντιλαμβάνεται την αμηχανία μου. Σηκώθηκε από τη θέση της και με ακολούθησε στην κουζίνα, έπειτα βολεύτηκε στην καρέκλα κοντά στο παράθυρο που έβλεπε στην πίσω αυλή της πολυκατοικίας. Από εκεί που καθόταν, φαινόταν σαν μια κοπέλα χαμένη. Αισθάνθηκα άβολα όταν μπήκε στη στενή κουζίνα, και προσπάθησα να ετοιμάσω γρήγορα τον καφέ.

Τότε την είδα να πλησιάζει, να στέκεται δίπλα μου, να με προσπερνά και να διαλέγει δύο φλιτζάνια. Πήρε ένα με ροζ και λευκά λουλούδια για την ίδια και άφησε για μένα ένα με μπλε ομόκεντρους κύκλους. Ύστερα ξαναπέρασε από δίπλα μου, ενώ εγώ προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στο μπρίκι που κρατούσα, και βγήκε στο μπαλκόνι, όπου καθίσαμε.

Γενικά απέφευγα να βγαίνω εκεί, για να μην αισθάνομαι την απουσία της Σαφά. Όμως δεν απέρριψα την πρόταση της Λιν. Έτσι, βρέθηκα, προς έκπληξή μου, να κάθομαι με μια επισκέπτρια που δεν περίμενα, στο πιο ιδιαίτερο για μένα σημείο του σπιτιού. Και ήταν παράξενο που, μια κοπέλα η οποία φαινόταν να έχει φύγει από κάπου σαν κυνηγημένη, διάλεξε το μπαλκόνι για να καθίσουμε. Όμως, καθώς την παρατηρούσα να κοιτάζει αφηρημένα τον κήπο της πίσω αυλής, όπου οι λεύκες έφταναν μέχρι το μπαλκόνι, κατάλαβα ότι είχε απλώς ανάγκη να ηρεμήσει.

Η εικόνα της, καθώς έπινε σιωπηλή τον καφέ της χαζεύοντας τα δέντρα, ήταν μια από αυτές που έλειπαν από τη ζωή μου· και ήθελα –τόσο όμορφη ήταν τούτη η σκηνή– να μείνει καθισμένη εκεί, με τις λεύκες πίσω της.

Της είπα να μην ανησυχεί για τα περιστέρια που, όπως φαινόταν, τους είχαμε διαταράξει την παραμονή στο παραμελημένο μπαλκόνι, ανάμεσα στις γλάστρες με τα τριαντάφυλλα, και, εκτός από λίγες κουβέντες που της ανέφερα για την πολυκατοικία και τους γείτονες, μείναμε σιωπηλοί. Όση ώρα περάσαμε μαζί, ο καθένας μας απέφευγε να ρωτήσει τον άλλον τι σκεφτόταν.

Περίπου στις δέκα το πρωί, μπήκα στο σπίτι και άρχισα να ετοιμάζομαι για να φύγω. Γύρω στις δέκα και τέταρτο ήμουν έτοιμος. Μπήκα ξανά στην κουζίνα· την κοίταξα να κάθεται στο μπαλκόνι και φαινόταν πως δεν είχε σκοπό να το κουνήσει ρούπι αποκεί. Φαντάστηκα ότι τα μάτια της ήταν άδεια, κι ας μην μπορούσα να τα δω.

Απλά, δεν ήθελα να την αφήσω. Και μέσα στο επόμενο δεκαπεντάλεπτο, ετοίμασα πρωινό για ένα άτομο –μόνο για κείνη– κι έπειτα της είπα λίγα λόγια για το φαγητό που της είχα φτιάξει, νιώθοντας ντροπή για την απλότητα της εργένικης κουζίνας μου. Έβαλα τα ρούχα στο πλυντήριο και την ενημέρωσα πότε θα ’ρχόταν το ρεύμα και το νερό, παρακαλώντας τη να είναι προσεκτική. Όμως αμέσως μετά ζήτησα συγγνώμη για την παράκλησή μου, ειδικά αφού εκείνη παρέμενε σιωπηλή.