Κουβεντιάσαμε γενικά. Για τη μονάδα που υπηρετούσαν, για το καλοκαίρι, για το σχολείο που τελείωνε.
-Μιλάς ωραία, Σταματία, είπε κάποια στιγμή εκείνος.
-Ούτε άντρας να ήσουνα , συμπλήρωσε ο φίλος του και εγέλασε. Όμως ο Μπάμπης τον αγριοκοίταξε και του 'κοψε το γέλιο στη μέση.
Ταράχτηκα από τη φιλοφρόνηση του Χαράλαμπου. Ένιωσα τα μάγουλά μου να καίνε, τα χέρια μου να ιδρώνουν, μα δεν έδειξα τίποτα προς τα έξω. Η χοντράδα που εξεστόμισεν ο φίλος του με άφησε παντελώς αδιάφορη, αν και με θύμωσε λιγάκι.
-Εμείς τώρα πρέπει να φύγουμε, τους ανεκοίνωσα. Η ώρα έχει περάσει...
-Να μη σας κεράσουμε μια πορτοκαλάδα; παραπονέθηκε ο φίλος του.
-Καλή ιδέα, Σταματία, δεν νομίζεις; πετάχτηκε η Ελένη.
-Αν η Σταματία λέει πως πρέπει να φύγετε, αυτό πρέπει να κάνετε. Αφού έτσι είναι το σωστό, ξέρει αυτή, είπε ο Μπάμπης κι εγώ πάλι κατάλαβα το φούντωμα στο πρόσωπό μου και τάχυνα το βήμα μου ώς τη στάση του λεωφορείου.
Τους χαιρετήσαμε και επιστρέψαμε στα σπίτια μας. Στους γονείς μου που με ερώτησαν πώς πήγε η βόλτα είπα απλώς "ήταν πολύ ωραία", χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες.