Σπασμένες μνήμες
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-231-282-7
Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα, 12/2025
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 13.78 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 232 σελ.
Περιγραφή

Το παρελθόν μάς περιτριγυρίζει, άλλοτε σαν σμήνος πολύχρωμων αποδημητικών πουλιών και άλλοτε σαν αγέλη σκύλων. Είναι φορές που τριβόμαστε πάνω στα απομεινάρια του κι άλλες πάλι που αφήνουμε τη λήθη να το καταπιεί. Ακόμα όμως και πεθαμένο, είναι το μόνο νεκρό πράγμα που έχει γλυκιά μυρωδιά.

Στις Σπασμένες μνήμες, μια συλλογή πολύτιμων θραυσμάτων της ζωής και βαθύτερων σκέψεων, γραμμένη με ειλικρίνεια και αμεσότητα, ο Τριαντάφυλλος Ε. Λυσιμάχου μάς μιλάει για ανθρώπους και γεγονότα που αφορούν το παρελθόν –αλλά και το παρόν και μέλλον– της ζωής της δικής του μα και άλλων, σε ένα βιβλίο που δεν επιδιώκει να σαγηνεύσει ούτε να επιτεθεί, παρά μόνο να δημιουργήσει μία οικειότητα μέσω των λέξεων, που τρυπώνουν παντού και τα φωτίζουν όλα, ακόμα και αυτά που συνήθως από φόβο αφήνουμε στο σκοτάδι.

Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

Ακριβώς στη γωνία του δρόμου που έστριβα για να φτάσω στο σχολείο, λίγα μέτρα από το σπίτι μου, κάτω από το στέγαστρο της παρακείμενης στοάς, ο κυρ Λεωνίδας είχε εγκαταστήσει από καιρό μία μεγάλη ξύλινη ντουλάπα γεμάτη μεταχειρισμένα βιβλία. Κάθε πρωί την άνοιγε με τον ίδιο τελετουργικό τρόπο, με προσεκτικές και αργές κινήσεις, σαν να ακολουθούσε κάποιο εγχειρίδιο οδηγιών. Άπλωνε τα βιβλία με τάξη –με κριτήρια που μόνο εκείνος ήξερε– σε δύο πτυσσόμενα τραπεζάκια. Δίπλα δίπλα τοποθετούσε τον Θουκυδίδη, τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Σαίξπηρ, τον Ντίκενς, τον Χέμινγουεϊ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Ουγκώ, τον Ιούλιο Βερν, τον Δάντη Αλιγκέρι. Στο άλλο τραπεζάκι στοίβαζε τα Κλασικά Εικονογραφημένα, τους Μικρούς Ήρωες και άλλα παιδικά–εφηβικά περιοδικά. Ύστερα φορούσε τα γυαλιά του και, σαν να απευθυνόταν στον καθέναν από τους περαστικούς προσωπικά, τον άκουγα να φωνάζει: «Βιβλία για όλα τα γένη των ανθρώπων από τους καλύτερους όλων των γενεών». Το πρόφερε με απόλαυση, με στόμφο και με μια «δασκαλίστικη» χροιά στη φωνή του, σαν να υποσχόταν ένα κρυφό νόημα. Το επαναλάμβανε μερικές φορές και μετά καθόταν στην καρέκλα του και έδειχνε σαν να περίμενε την ανταπόκρισή τους. Ο τρόπος που διαλαλούσε το εμπόρευμά του ήταν αντικειμενικά πολύ ασυνήθιστος. Για εμένα, τα γένη τότε είχαν κυρίως γραμματική σημασία και λιγότερο ποιοτική και ανθρωπολογική. Το νόημά του το κατανόησα εν μέρει όταν ο δάσκαλός μου –που περνώντας και εκείνος από εκεί τα πρωινά τον καλημέριζε με μία συγκρατημένη οικειότητα– μου εξήγησε ότι ο κυρ Λεωνίδας δεν επεδίωκε να πουλήσει απλά τα βιβλία του, αλλά «είχε αναλάβει ένα είδος σταυροφορίας για τη διάδοσή τους, σε μία εποχή –τη μετεμφυλιακή– που ο κόσμος –τα γένη– τα είχε ανάγκη όσο και την τροφή του». Είχα επίσης ακούσει τον πατέρα μου να σχολιάζει με τους φίλους του την παρουσία του κυρ Λεωνίδα στο πόστο του, αποκαλύπτοντας ότι ήταν πρώην δάσκαλος ο οποίος είχε απολυθεί μετά τον Εμφύλιο «λόγω κοινωνικών φρονημάτων». Όλες εκείνες οι πληροφορίες με έκαναν να τον βλέπω με περισσότερη συμπάθεια, συχνά δε έβρισκα τρόπο με το μικρό μου χαρτζιλίκι να συμμετέχω στη «σταυροφορία» του, αγοράζοντας ή δανειζόμενος κάτι από την πραμάτεια του. Μερικές φορές καθόμουν δίπλα του σε ένα σκαμνί και διάβαζα κάποιο περιοδικό ή αποσπάσματα από βιβλία που μου συνέστηνε. Έτσι, άθελά μου γινόμουν με την παρουσία μου ένα είδος κράχτη για τους περαστικούς. Και εκείνος όμως δεν άφηνε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να διαφημίσει το εμπόρευμά του αλλάζοντας το σχετικό μήνυμα: Βιβλία που γκρεμίζουν τα τείχη της αμάθειας, βιβλία για το νέο γένος. Υπήρχε όντως μία γραφικότητα στα συνθήματά του, αλλά και μία νοηματική φρεσκάδα που την αντιλαμβανόμουν τότε σαν το χάιδεμα της σάρκας των βιβλίων που διάβαζα μαζί του. Το γεγονός ήταν ότι εκείνο το στέκι και η σταυροφορία του κυρ Λεωνίδα συνέβαλαν σημαντικά στην πορεία μου προς τον ατομικό και κοινωνικό διαφωτισμό.

Όπως όμως συμβαίνει με όλες τις σταυροφορίες της ιστορίας, έφτασε κάποια στιγμή στο τέλος της και εκείνη του κυρ Λεωνίδα. Περνώντας μία μέρα από το στέκι του, συνάντησαστη θέση της ντουλάπας–βιβλιοθήκης ένα σωρό αποκαΐδια. Πάνω δε στον μαυρισμένο τοίχο διέκρινα γραμμένη με μαύρα γράμματα τη λέξη ΚΟΜΜΟΥΝΙ. Κάποιοι «φανατικοί», όπως μου εξήγησε αργότερα ο πατέρας μου, έβαλαν τη νύχτα φωτιά και την έκαψαν. Διέδωσαν μάλιστα αργότερα ότι ο κυρ Λεωνίδας έκανε «αριστερή προπαγάνδα» στη νέα γενιά, προωθώντας «βιβλία κομμουνιστικού περιεχομένου», όπως π.χ. του Ντοστογιέφσκι, του Ουγκώ και άλλων «γνωστών αναρχικών»! Για να ενισχύσουν δε την άποψή τους, τόνιζαν ότι δεν προωθούσε κανένα θρησκευτικού περιεχομένου βιβλίο. Το ίδιο υποστήριζε και ο παπάς της ενορίας, ο οποίος είχε ενθαρρύνει κατά κάποιον τρόπο τον εμπρησμό.

Βρήκα τον κυρ Λεωνίδα σκυφτό μπροστά στα αποκαΐδια, να προσπαθεί να ξεχωρίσει κάποια από τα βιβλία που θα μπορούσαν ίσως να διασωθούν. Για μια στιγμή έβγαλε το χέρι του από τον σωρό και μου έδειξε το μισοκαμένο βιβλίο που κρατούσε. Θυμάμαι ακόμη το γεμάτο οδύνη βλέμμα του. Ήταν μία Βίβλος.

Τον κυρ Λεωνίδα δεν τον συνάντησα ξανά, ούτε άκουσα κάτι για αυτόν. Θα τον θυμάμαι όμως πάντα σαν εκείνον που με βοήθησε καταρχάς να συμμετάσχω στην πρώτη μου σταυροφορία! Να φανταστώ επίσης, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνω, ότι ανήκω σε μια γενιά που όφειλε να γκρεμίσει κάτι από το παλιό και το άδικο. Τέλος, πως τα βιβλία, όσο και να τα καις, μόνο τη σάρκα τους καταστρέφεις· όχι την ψυχή τους. Αυτή η ψυχή είναι που οδηγεί τη δράση και τη ζωή προς την αφύπνιση του εαυτού.