Οι κριτικοί της γενιάς του τον είπαν «ονειροποιό», «παραδοξογράφο», «ερημίτη της Κηφισιάς», «αυτοεξόριστο στο εργαστήρι του». Μόνο μετά το 1980 το έργο του άρχισε να γίνεται γνωστό, να συζητιέται, να εμπνέει τους νεότερους, να αποκτά φανατικούς αναγνώστες, να βρίσκει μαθητές, να διασκευάζεται για το θέατρο. Γιατί δεν είναι μυστικό ότι εκείνος ανέδειξε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τις αρετές και τη μαγεία της λεγόμενης «μικρής φόρμας», της λογοτεχνικής μινιατούρας. Αυτό το επέτυχε καλλιεργώντας συνειδητά μια πρόζα με ποιητική εμβέλεια. Η πρόζα αυτή, ιδιόμορφη και ανήσυχη, συγγενεύει με το παραδοξογράφημα, τη φανταστική λογοτεχνία, τη «νουβέλα θαυμασίων πράξεων», το «merveilleux» του Μπρετόν, την ονειρική αφήγηση, και έχει προσλάβει τη μορφή της σύντομης και παράξενης ιστορίας.
Tο βιβλίο αυτό άρχισε να γράφεται από παλιότερα. Γεννήθηκε στα χρόνια της φιλίας μου με τον Γονατά, που κράτησε από τη γνωριμία μας το 1980 μέχρι τον θάνατό του. Ένα πρώτο υλικό σχηματίστηκε όταν δίδαξα το έργο του στο πλαίσιο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας και των πρωτοποριακών κινημάτων στον Τομέα Φιλολογίας του ΑΠΘ. Η τελική μορφή είναι αποτέλεσμα εντατικής προσπάθειας των τελευταίων χρόνων.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου παρακολουθεί τη ζωή και την πνευματική διαμόρφωση του συγγραφέα μέσα από το έργο και την αλληλογραφία του, τη σχέση με τους δασκάλους του, ιδιαίτερα τον Νίκο Εγγονόπουλο, και με τους φίλους του Γιώργο Κοτζιούλα, Γιώργο Μακρή, Μίλτο Σαχτούρη, Δημήτρη Παπαδίτσα, Νίκο Καχτίτση, Αλέξη Ακριθάκη.
Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει «Σημειώματα», στα οποία επανέρχομαι πιο διεξοδικά στους αγαπημένους του συγγραφείς και φίλους και σε ζητήματα-κλειδιά του έργου του.
Φ. Α.