Η Δανία είναι σάπια
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-231-264-3
Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα, 11/2025
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 14.84 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 256 σελ.
Περιγραφή
Τέσσερα παιδιά με πολυτελείς ζωές βαδίζουν προς την ενηλικίωση με φόντο την κωμικοτραγική τοιχογραφία της χώρας τους. Οι γονείς τους, πρόσωπα με ρόλους πρωταγωνιστικούς στη δημόσια ζωή, μοιάζουν να τους συστήνονται από την αρχή, καθώς μέρα με τη μέρα οι ανήλικοι πρωταγωνιστές ανακαλύπτουν έκπληκτοι τη διαφθορά του κόσμου που τους περιβάλλει και τη συνενοχή των γονιών τους σε αυτήν.

Στο νέο του βιβλίο, ο Τάσος Πετρίτσης σκιαγραφεί την αναγνώριση μιας σκληρής πραγματικότητας, όπως σταδιακά συντελείται μέσα στο βλέμμα των παιδιών, λίγο αφότου συνειδητοποιήσουμε ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανίας, και προτού κληθούμε να απαντήσουμε στην ερώτηση: «Ποιος τελικά είμαι;»

Η ιστορία αυτή μιλάει για τέσσερα παιδιά. Παιδιά από κείνα που πολλοί θα έλεγαν πως μεγαλώνουν με ασυνήθιστα προνόμια. Άλλοι πάλι προτιμούν διατυπώσεις λιγότερο ψύχραιμες.

«Σκουληκιασμένη σκατοελίτ! Η ελίτ αυτής της χώρας, Θάλεια! Αυτή κουνάει τα νήματα δεκαετίες τώρα!» Μ’ αυτά τα λόγια, ο μπαμπάς της Τασίας φυλλομετρούσε κάθε βράδυ την εφημερίδα, λίγο πριν ξεστομίσει τις γνωστές βλαστήμιες του για ζώντες και νεκρούς. Και να σου πάλι η αγέραστη διχογνωμία του ζευγαριού, οι ίδιες κουρασμένες λέξεις, αλλά με πόλωση το ίδιο σφύζουσα όπως την πρώτη φορά.

«Υπάρχουν και καλοί πλούσιοι, Θανάση. Δεν ακούς τι χρήμα στέλνουνε σε ιδρύματα; Στα παιδιά με καρκίνο, στα άλλα με πολιομυελίτιδα…»

«Δικό σου και δικό μου χρήμα. Τη σκαπουλάρουνε από τόσους φόρους που τους περισσεύει… Τζάμπα τα λέω, τι θα καταλάβεις…»

Και κάπως έτσι, η κουβέντα στο δυαράκι φουντώνει σχεδόν κάθε βράδυ. Ας μη σταθούμε όμως άλλο σε ένα δέντρο, χάνοντας το δάσος. Ας μιλήσουμε για τους τέσσερις πρωταγωνιστές μας. Ας μιλήσουμε για τον Εδουάρδο· τον Φρέντι· τη Μόνα· και τη Μαρία. Ο Εδουάρδος και η Μόνα είναι αδέρφια. Το ίδιο και ο Φρέντι με τη Μαρία. Ο Εδουάρδος και ο Φρέντι είναι φίλοι κολλητοί. Το ίδιο και η Μόνα με τη Μαρία. Τα κορίτσια πηγαίνουν στο λύκειο. Τα αγόρια λίγο ακόμα και θα μπουν στην τρίτη γυμνασίου. Τα παιδιά αυτά, σαν όλα τα παιδιά, δεν ξέρουν ότι κάποτε θα μεγαλώσουν. Νομίζουν πως κι αυτό το ξέρουν, αλλά κάνουν λάθος – και είναι συνηθισμένη η παρεξήγηση. Κανένα παιδί δεν ξέρει στα αλήθεια ότι θα μεγαλώσει, γιατί η μόνη στιγμή που θα το ξέρει θα ’ρθει όταν πάψει να είναι πια παιδί.

«Ξέρεις ότι μας λένε παιδιά της ελίτ;» ρώτησε προβληματισμένος κάποια μέρα ο Εδουάρδος τον Φρέντι, στα πρώτα χρόνια του δημοτικού. «Το ’χεις ακούσει, δεν το ’χεις ακούσει;» Κι ευθύς κρεμάστηκε απ’ τα χείλη του, θαρρείς και αδημονούσε για τη λύση κάποιου γρίφου. Ο Φρέντι εξάλλου ήταν ασυνήθιστα οξύνους, εντυπωσιακά σοφός, θα λέγαμε, λαμβάνοντας υπόψη και την ηλικία του. «Το φώναζε ο Γιόλας την ώρα της έκθεσης – μήνες πριν, ήσουν άρρωστος κι έλειπες. Η ενότητα είχε θέμα Μαθαίνω τα Επαγγέλματα. Η παράδοση ήταν ό,τι να ’ναι. Τα συνηθισμένα: μάλλον είχε πιει… Ήταν ξενυχτισμένος, το έβλεπες στα μάτια του – ξέρεις, ξημεροβραδιάζεται μπροστά στον υπολογιστή, κατεβάζει μπουκάλες ολόκληρες και διαβάζει σάιτ με συνωμοσίες. Λύσσαξε να το λέει και να το ξαναλέει: “Για σας τα πάντα είναι στρωμένα, είστε παιδιά της ελίτ!”». Το βλέμμα του Εδουάρδου είχε συννεφιάσει. «Τι είναι ελίτ, Φρέντι;» ρώτησε. «Και πιστεύεις ότι είμαστε παιδιά της;» Στο άκουσμα της ερώτησης, ο Φρέντι σούφρωσε τα χείλη σκεπτικός. Το πρόσωπό του συσπάστηκε καθώς έψαχνε τις επόμενες λέξεις του.

«Πώς να το περιγράψω τώρα… Να, είναι κάποιοι άνθρωποι… Πολλοί, αλλά όχι να μπορούν ας πούμε και να συγκριθούν στον αριθμό με όλους τους άλλους, τους πραγματικά πολλούς. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, μπορούν τα πάντα. Μπορούν, ας πούμε, να γυρίζουν σπίτι τους το μεσημέρι και να περνάνε ξέγνοιαστα απογεύματα χωρίς καθόλου διάβασμα. Μπορούν να κοιμούνται χωρίς ξυπνητήρι. Κι άλλα πολλά· ζητάνε, αν θέλουν, αύριο και τους χτίζουν εστιατόρια που κάνουν όλα τους τα αγαπημένα φαγητά – πιο νόστιμα απ’ ό,τι τα κάνει η μαμά τους. Μπορούν να φάνε όση πραλίνα θέλουν απ’ το βάζο, χωρίς τον φόβο πως θα τους μαλώσει κάποιος και πως θα σαπίσουν όλα τους τα δόντια, γιατί τα δόντια τους τα φτιάχνουν σε οδοντογιατρούς που ξέρουν μαγικά και δεν καταλαβαίνουν από τερηδόνα. Μπορούν να πάνε για πικ νικ και να πατήσουν άφοβα στο απαγορευμένο γρασίδι, να νοικιάσουν την άμμο και τη θάλασσα, να υπενοικιάσουν τον ουρανό και να πουλάνε τον αέρα χωρίς αύριο – σίγουρη επένδυση, αφού αέρας είναι και ποτέ δεν θα τελειώσει. Ταξιδεύουν πολύ. Κάποιοι έχουν φτάσει και μέχρι τα αστέρια. Είναι καλοί στο να κρατάνε μυστικά και δεν παθιάζονται εύκολα με το ποδόσφαιρο. Ποτέ δεν έχουν απορίες – ξέρουν. Δεν ανησυχούν όταν κανείς δεν τους σηκώνει το τηλέφωνο, ούτε φοβούνται πως κανένας δεν τους αγαπάει, γιατί νιώθουν τόσο μεγάλοι και γιγαντιαίοι, σαν να χωράνε μέσα τους κι όλους τους άλλους ανθρώπους, τους μικρούς, τους ασήμαντους, αυτούς που έχουν την αφέλεια να πιστεύουν πως μπορούν ωραία και απλά να ζήσουν τη ζωή τους, να πηγαίνουν στις δουλειές τους και μετά στο γυμναστήριο, να τρώνε τα φαγητά που τους αρέσουν, να διαλέγουν γραβάτες και να προτιμούν τα διαίτης παγωτά, να αποφασίζουν μόνοι για τόσα και τόσα πράγματα, που στην πραγματικότητα τα αποφασίζουν οι άλλοι. Οι πρώτοι, αυτοί που είναι πελώριοι για να χωρέσουν μέσα τους όλον τον κόσμο, όλα τα υπάρχοντα της γης, όλους αυτούς και τις αποφάσεις για τις ζωές τους. Κατάλαβες;»

«Δεν είμαι σίγουρος» απάντησε ο Εδουάρδος. «Ίσως καλύτερα να ρωτήσουμε την αδερφή σου».

Ο Φρέντι δεν παρέλειψε να κάνει την ερώτηση στη Μαρία. Της είπε και για την απάντηση που εκείνος έδωσε στον φίλο του. Την επανέλαβε σαν μαγνητόφωνο, με ζηλευτή επιμέλεια, σχεδόν χωρίς να λείψει λέξη. Η Μαρία περιορίστηκε σε ένα σχόλιο.

«Τη φλυαρία σου να είχα και θα ήμουν άριστη στην έκθεση! Αλλά πού θα πάει, θα το μάθω κι εγώ…»

Πράγματι ο Φρέντι αρίστευε πάντα στην έκθεση. Όμως, το ερωτηματικό συνέχιζε να τριβελίζει το μυαλό του.

«Είμαστε, λοιπόν, παιδιά της;» ρώτησε τώρα τη Μαρία, μόνο και μόνο για να δει την πόρτα του δωματίου της σχεδόν να του βροντά πάνω στα μούτρα. Η υπομονή της μάλλον είχε εξαντληθεί για σήμερα.

Ωστόσο, η απορία στο μυαλό του μένει. Όσες εκθέσεις άριστες κι αν έγραφε, δεν θα λυνόταν – και μάλλον για πολύ καιρό. Μάλλον ώσπου τα τετριμμένα λόγια να βγουν αληθινά. Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις.