Ο βασιλιάς μιας μακρινής χώρας ζούσε ολομόναχος, χωρίς γυναίκα, γιο ή κόρη.
Το σπίτι του ήταν ένα ψηλό, μεγαλοπρεπές παλάτι, περικυκλωμένο από έναν πλούσιο κήπο, γεμάτο μυρωδάτα γιασεμιά, πορτοκαλιές και χουρμαδιές, στις οποίες κυνηγιούνταν χαρωπά μαϊμουδάκια. Οι φήμες λένε πως κάπου στα βάθη αυτού του κήπου ζούσε ακόμα και μια τίγρη, όμως κανείς ποτέ δεν την είχε δει.
Τα καλοκαιρινά απογεύματα που ο ήλιος έκαιγε και ζέσταινε τους τοίχους του πέτρινου παλατιού, ο βασιλιάς έβρισκε καταφύγιο στη δροσιά του κήπου του. Ξάπλωνε στη σκιά ενός πανύψηλου δέντρου, έκλεινε τα μάτια του και αφηνόταν στο τραγούδι των πουλιών. Η μελωδία τους τον ταξίδευε ψηλά, πάνω από τους τοίχους του παλατιού του, ανάμεσα στα αφράτα συννεφάκια, και μόλις την άκουγε, ένα μικρό χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό του.