Ο άντρας που έχασε τα λογικά του
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-231-268-1
Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα, 11/2025
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 10.60 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 74 σελ.
Γεωργιανή (γλώσσα πρωτοτύπου)
Περιγραφή

Ποιος είναι ο εφευρέτης άντρας; Είναι άνθρωπος ή μήπως πρόκειται για τον Θεό; Ο προσεκτικός άντρας από τι προσπαθεί διαρκώς να προφυλαχθεί; Τι φοβάται; Τι είναι αυτό που κάνει έναν τεμπέλη άντρα, τεμπέλη; Ο άντρας που αγαπούσε την πατρίδα του την αγαπούσε πράγματι; Ποιος είναι ο άντρας που όλοι νόμιζαν πως δεν υπήρχε; Και γιατί το νόμιζαν; Κι ο άντρας που έχασε τα λογικά του; Τι ακριβώς του συνέβη; Ο δυστυχισμένος άντρας γιατί είναι διαρκώς δυστυχισμένος; Τι πάει να πει τελικά δυστυχία; Κι ένας άντρας που αγα πάει πολύ τον υλικό πλούτο, τι ακριβώς αφήνει σε τούτο τον μάταιο Κόσμο όταν αναπόφευκτα κάποτε φτάνει η στιγμή να τον αποχωριστεί;

Αυτά και άλλα πολλά είναι κάποια από τα ερωτήματα που προκύπτουν μέσα από τις ιστορίες του Έρλομ Αχβλεντιάνι. Ιστορίες ολίγον θεολογικές, απίστευτα ανθρώπινες, ενίοτε μεταφυσικές και πάντοτε σουρεαλιστικές ή στις παρυφές του Παράλογου, είκοσι μία «μικρές ιστορίες», γραμμένες με απλή γλώσσα, που μπορούν να διαβαστούν ως παραμύθια για ενήλικες.

ΕΝΑΣ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ

Υπήρξε κάποτε ένας δυστυχισμένος άντρας.

Ήταν πιο δυστυχισμένος κι από τον δυστυχισμένο· κι ακόμα πιο πολύ.

Στην αρχή ήρθαν οι στενοί συγγενείς του και τον ρώτησαν πώς είναι.

«Εσείς τι νομίζετε;» απάντησε ο δυστυχισμένος άντρας. «Έχω έναν κόκορα. Ξυπνάω το πρωί, νομίζω ότι ξυπνάω μόνος μου αλλά στο τέλος καταλαβαίνω ότι ο κόκορας με ξύπνησε! Σηκώνομαι και πάω και τον σφάζω. Τον μαγειρεύω, τον τρώω και πάω για ύπνο. Ξυπνάω το πρωί, νομίζω ότι ξυπνάω μόνος μου αλλά μετά καταλαβαίνω ξανά ότι ο κόκορας με ξύπνησε! Σηκώνομαι και πάω και τον σφάζω ξανά, τον μαγειρεύω, τον τρώω. Έχω κουραστεί να τρώω συνέχεια κοτόπουλο!»

«Μα εσύ είσαι πραγματικά δυστυχισμένος» τον παρηγορούσαν οι συγγενείς του.

Κατόπιν ήρθανε κάτι γνωστοί του και τον ρώτησαν πώς είναι.

«Εσείς τι νομίζετε;» αναστέναξε ο δυστυχισμένος άντρας. «Έχω μια κατσίκα που συνέχεια με ταλαιπωρεί. Κάθε πρωί την πουλάω και κάθε βράδυ αυτή γυρνάει σε μένα. Να, τη βλέπετε; Τώρα δα επιστρέφει σε μένα. Αδύνατον να την ξεφορτωθώ».

«Μα εσύ είσαι πραγματικά δυστυχισμένος» είπαν οι γνωστοί του και έφυγαν.

Στο τέλος ήρθαν κι άλλοι άνθρωποι, άνθρωποι άγνωστοι εντελώς. Είχαν ακούσει για τον δυστυχισμένο άντρα.

«Πώς είσαι;» τον ρώτησαν.

«Ω!» είπε ο δυστυχισμένος και κούνησε κάπως απαξιωτικά το χέρι του. «Έχω μια γυναίκα. Με αγαπάει, κι εγώ την αγαπάω, αλλά είμαι άντρας και κανένας άντρας δεν μπορεί να ζήσει μόνο με έρωτα. Και γι’ αυτό την παίρνω και πάω και την πετάω μέσα στο νερό. Αλλά, που λέτε, ξυπνάω το πρωί και τι να δω; Ή γυναίκα είναι ξαπλωμένη δίπλα μου και με αγαπάει πιο πολύ από ποτέ και με χαϊδεύει· και την αγαπάω κι εγώ όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολύ. Και κάθε μέρα υποφέρω και μετά ένα σωρό άνθρωποι έρχονται και με επισκέπτονται και συνέχεια με ρωτάνε πώς είμαι και με ενοχλούν και μου θυμίζουν τη φριχτή μου λύπη…».

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΑΝΤΡΑ

Υπήρξε κάποτε ένας πολύ μοναχικός άντρας.

Μια μέρα ένα κοτόπουλο ήρθε στο σπίτι του άντρα. Κι ο γείτονας τον ρώτησε: «Τι κάνει το κοτόπουλό σου;»

 «Μια χαρά! Με ξυπνάει κάθε πρωί κι έτσι δεν αργώ στη δουλειά μου ποτέ».

 Μετά τον ρώτησε κι άλλος ένας γείτονας: «Πώς τα πάει η κότα σου;»

 «Δεν υπάρχει άλλη κότα σαν κι αυτήν» απάντησε ο άντρας. «Όταν γυρνάω σπίτι το απόγευμα, έχει για μένα έτοιμα κάτι πιάτα… μμμ… πεντανόστιμα» «Τι κάνει το κοτόπουλό σου;» τον ρωτούσαν.

 «Παίζει τσονγκούρι και μου τραγουδάει γλυκά».

 «Έλα, πες μας κι άλλα!»

 «Είναι φίλος μου, ένας αληθινός φίλος. Πριν από λίγο καιρό, μάλιστα, με έσωσε από μια αγέλη λύκων».

 Οι γείτονες δεν χόρταιναν να τον ακούνε και τον ρωτούσανε ξανά και ξανά τι κάνει η κότα του.

 «Τι να κάνει;» είπε αυτός. «Πριν λίγο καιρό, το κοτοπουλάκι μου κι εγώ τα πίναμε παρέα. Κι είχαμε πολύ κρασί· αλλά το φαγητό δεν ήτανε πολύ. Κι αρχίσαμε να μαλώνουμε. Και ξέσπασε καβγάς μεταξύ μας κι ήρθαμε στα χέρια. Τι έγινε μετά, καλά δεν το θυμάμαι. Ξύπνησα, που λέτε, το πρωί και τι να δω; Μέσα στο πιάτο μου δυο κόκαλα κοτοπουλένια».

Ο άντρας έμεινε μόνος του. Για άλλη μια φορά.