ΚΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ
Το χιόνι κατέβηκε ως τη θάλασσα. Το κρύο αβάσταχτο κι η προκυμαία γυάλιζε τη νύχτα σκοτεινή, σαν να ’χε περαστεί με γράσο. Διεύθυνση κατοικίας που λένε, λιμάνι, Πύλη Ε7, εδώ βγάζω τη νύχτα. Αλλά και τη μέρα. Να βλέπω θάλασσα.
Προχθές ήρθαν και μας φέραν πράματα. Φασολάδα και ψωμί και πλαστικά μπουκάλια με κρασί. Κουβέρτες κι αυτά που τυλιγόμαστε σαν μούμιες, σλίπι… πώς στο καλό τα λένε. Ήρθαν αυτοί του υπουργείου, κάτι άλλοι του δημάρχου και παπάδες. Ήρθανε και κάμερες και φωτογράφοι. Κάτι πήγαν να με ρωτήσουν, γύρισα την πλάτη μου, «Φευγάτε» είπα. Να ’ναι καλά οι άνθρωποι, δεν ήρθαν για κακό, αλλά εγώ δεν θέλω πάρε δώσε με ανθρώπους. Θέλανε να μας μαζέψουνε να πάμε σε Δομή, έτσι το λένε τώρα, εκεί που ήταν η Εστία Ναυτικών παλιά. Όμως είναι μακριά απ’ το λιμάνι, αδερφέ μου, στο έβγα του Πειραιά, τι δουλειά έχω εγώ εκεί; Πήγα μια φορά, δεν ξαναπάτησα. Μόνο μπάνιο έκανα και πήρα τρία κρουασάν, αυτά με τη μαρμελάδα φράουλα που μ’ αρέσουν – κρατάνε το κρύο και την πείνα. Γύρισα εδώ. Χίλιες φορές εδώ, βλέπω καράβια, βλέπω θάλασσα.
Δεκαπέντε χρόνια μπάρκαρα. Ατλαντικούς, Ειρηνικούς, όλα τα γύρισα. Μετά έπαθα κάτι στα χέρια, από κούραση. Ό,τι έπιανα, δεν το ’νιωθα, τα δάχτυλά μου κούτσουρα, τα εργα λεία μού πέφταν απ’ τα χέρια. Κάτι εκεί στα νεύρα, μου είπανε, «τέντονες», κάτι τέτοιο. Ήρθα Ελλάδα, πήγα στη Βούλα, εκεί με χειρουργήσανε. Τρεις μήνες έμεινα στεριά. Όταν πήγα στην εταιρεία, είχαν πάρει άλλον, Φιλιππινέζο. Φώναξα, έκανα, έρανα, τίποτα. Μου δείξανε την πόρτα.
Μετά η Ζέτα με χώρισε. Α ρε Ζετάκι, τι ωραία περάσαμε και τα ξέχασες όλα. Για σένα είχα φύγει απ’ το σπίτι. Για σένα δεν είδα τον μικρό να μεγαλώνει. Δυο χρονώ τον άφησα. Κι η Βάσω με κυνήγησε, έκλαψε, «Γύρνα σπίτι» μου ’λεγε «έχεις παιδί». Τίποτα εγώ, έρωτας φουλ. Δεν πειράζει, ρε Ζετάκι, σε νιώθω. Δεν είχα να σου προσφέρω τίποτα. Έφυγες με κεί νον τον «ξάδελφο» που βγαίναμε στα μπουζούκια μαζί όταν ήμουν στεριά. Δεν πειράζει, δεν σου κρατώ κακία. Δέκα χρό νια περάσαμε καλά. Μ’ αυτά ξαπλώνω κάθε βράδυ, αυτά σκέ φτομαι· τα κόλπα σου, το προσωπάκι σου, το κορμάκι σου, χαλάλι σου, καλή καρδιά… Δεν γύρισα στη Βάσω, έχω και μια αξιοπρέπεια. Μάθαινα νέα τους από τη γειτονιά, περνούσα απέξω πού και πού. Άγιος Νείλος, ωραία γειτονιά, να βλέπω τη θάλασσα.
Ο γιός μου μεγάλωσε, θα ’ναι εικοσπέντε τώρα. Του είπαν ότι πνίγηκα σ’ ένα μπάρκο στον Ατλαντικό, με δώδεκα μπο φόρ. Κόπηκε το γκαζάδικο στη μέση και με κατάπιε η θάλασσα. Μην του πουν ότι τον άφησα μωρό. Σαν ήρωα να με θυμάται, όχι σαν λιποτάκτη. Ή Βάσω βράχος, απίκο σε όλα και μπράβο της. Αλλά δεν ήταν Ζέτα. Τέλος πάντων, καλή καρδιά.
Πήγα παντού, ζήτησα δουλειά, τίποτα. Μετά πήγα γκαρ σόνι, μου πέφτανε οι δίσκοι, με διώξανε. Πέρασα χρόνια από δω κι από κει, βοηθήσαν φίλοι, κάτι συγγενείς, μέχρι που μπού χτισαν κι αυτοί. Τώρα να, κοιμάμαι εδώ στα χαρτόνια μου – τα παγκάκια τα πιάνουν οι παλιοί. Γι’ αυτό σου λέω. Ούτε ανθρώπους, ούτε τίποτα. Την ησυχία μου θέλω. Να κάθομαι να βλέπω τη θάλασσα. Να θυμάμαι, να πίνω, να ξεχνάω. Λίγες κουβέντες. Ξένα βάσανα τι να τα κάνω; Έχω τα δικά μου.
Πέρασε πάλι το πρωί κείνο το παιδί που μας μοίραζε τσιγάρα. Πότε πότε μας έφερνε κρασί, κονιάκ. Και κουλούρια από τον κουλουρά απέναντι. Μας έπιανε κουβέντα. Καλό παιδί, σκε φτόμουν. Κανείς δεν μας κοιτάει, κανείς δεν μας μιλάει. Εδώ που τα λέμε, ούτ’ εγώ θα μας μιλούσα αν ήμουν κανονικός. Έτσι που είμαστε συφοριασμένοι. Άπλυτοι, φτωχοί. Τη φτώ χεια τη φοβάται ο κόσμος, μην είναι κολλητική. Αυτός θα ήξερε από φτώχεια. Πλησίασε κι έδινε τσιγάρα.
«Χρόνια πολλά, πατριώτες. Καλή χρονιά» είπε.
Πήγα πιο κοντά τούτη τη φορά. Να τον ευχαριστήσω.
«Χρόνια πολλά να σου δίνει ο Θεός, λεβέντη. Πώς κι από δω κάθε πρωί; Πού μένεις;»
«Άγιο Νείλο. Παίρνω το λεωφορείο για Πέραμα. Δουλεύω στο ναυπηγείο».
Έβγαλε ένα πακέτο από την τσέπη του και μου το ’δωσε. Κοίταξα τα χέρια του. Δουλεμένα. Κοίταξα πιο καλά· το δαχτυλίδι με την κόκκινη πέτρα που ’χε σκαλισμένο λιοντάρι, φορεμένο στο μικρό το δάχτυλο. Ζαλίστηκα.
«Δεν μου λες, το δαχτυλίδι που φοράς, φίνο, παλιό, πού το βρήκες;»
«Σ’ αρέσει; Είναι του πατέρα μου».
Σαν να φοβήθηκε μην του το κλέψω, έχωσε το χέρι μες στην τσέπη.
Πισωπάτησα, στηρίχτηκα στα κάγκελα.
«Να το χαίρεσαι, αγόρι μου. Κι ο πατέρας σου… ζει;»
«Πνίγηκε όταν ήμουνα μικρός. Είναι το μόνο που έχω από κείνον. Ούτε που τον θυμάμαι, αλλά αυτό μου θυμίζει ότι είχα πατέρα».
«Μήπως σε λένε Σάββα;»
«Σάββα με λένε, πού το ξέρεις;»
«Κι ο πατέρας σου… πνίγηκε, είπες;»
«Ναι, σ’ ένα μπάρκο. Τον ήξερες;»
Έτσι όπως φόραγα την κουβέρτα μου στους ώμους, σαν μπέρτα, τον πλησίασα, άπλωσα τα χέρια και τον τύλιξα. Τρόμαξε, έκανε να φύγει.
«Στα λάθη μου πνίγηκα, Σάββα, όχι στη θάλασσα. Θα σ’ τα πω. Στάσου πρώτα να σ’ τα πω και φεύγεις».
Ήμασταν τυλιγμένοι στην κουβέρτα όρθιοι, βουβοί, ώρα πολλή. Με πήγε σπίτι, η μάνα του γύρισε πέρσι στο νησί. Μου έκανε καφέ, μ’ έβαλε στο ντους, μου ’δωσε καθαρά ρούχα, ξυρίστηκα. Μιλούσαμε και καπνίζαμε μέχρι το βράδυ.
Ξάπλωσα να κοιμηθώ. Δεν τα κατάφερα, ήταν μαλακό, βλέπεις, το στρώμα κι άβολο. Έμεινα ξύπνιος απ’ τη χαρά. Το ξημέρωμα βγήκα στο μπαλκόνι να βλέπω τη θάλασσα. Ήπια καφέ και ντύθηκα, έφυγα πριν ξυπνήσει ο μικρός. Ή νύχτα πήρε τα λάθη μου και το πρωί ήταν πάλι όλα εδώ. Δεν σβήστη καν, αλλά, καλή καρδιά.