Ειδικότερα, στο γενικό μέρος επιχειρείται η διάκριση των διαδικαστικών πράξεων του δικονομικού δικαίου από τα ίδια τα αποδεικτικά μέσα, όπως επίσης η διάκριση των τελευταίων σε ανυπόστατα, ανεπίτρεπτα και απαράδεκτα, ενώ παράλληλα θα εκτίθενται όλες εκείνες οι περιπτώσεις που ένα αποδεικτικό μέσο δεν αναπτύσσει στο πεδίο της πολιτικής δίκης (είτε εκ του νόμου είτε στο πλαίσιο σχετικής δικονομικής σύμβασης των διαδίκων) την προβλεπόμενη αποδεικτική του δύναμη, επειδή καθίσταται ανίσχυρο. Η εν λόγω διαπίστωση είναι, φυσικά, άμεσα, συνδεδεμένη και με τις αποδεικτικές ιδιαιτερότητες που ισχύουν σε κάθε διαδικασία εκδίκασης (τακτική, ειδικές διαδικασίες, ασφαλιστικά μέτρα, εκούσια δικαιοδοσία, δίκες περί την εκτέλεση), οι οποίες (ιδιαιτερότητες) έχουν οξυνθεί στο πλαίσιο των τροποποιήσεων που επέφεραν οι ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’, 87/23.7.2015) και 4842/2021 (ΦΕΚ Α’, 190/13.10.2021), δίχως μάλιστα να απουσιάζουν και τα προβλήματα διαχρονικού δικαίου.
Αντίστοιχα, στο ειδικό μέρος σκιαγραφούνται οι εξειδικευμένες μορφές ανισχύρου που δύνανται να παρουσιαστούν στα δημοφιλέστερα αποδεικτικά μέσα από αυτά που περιοριστικώς μνημονεύονται στη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ και δη από τη διαδικασία παραγωγής εκάστου εξ αυτών μέχρι και τη λήψη υπόψη τους από το δικαστήριο της ουσίας, με έμφαση στην αντιμετώπιση αυτών από τη νομολογία. Τέλος, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στον έλεγχο των ανίσχυρων αποδεικτικών μέσων μέσω των ενδίκων μέσων και ιδίως σε αναιρετικό επίπεδο.