Η συστηματική νομολογιακή έρευνα αναδεικνύει πώς η ανάγκη ευελιξίας της δικαστικής κρίσης εξασφαλίζει την αποτελεσματική προσαρμογή της νομοθεσίας στις σύγχρονες μορφές επιχειρηματικής δράσης. Το έργο αυτό φιλοδοξεί να προσφέρει μια εμπεριστατωμένη και κριτική ανάλυση του καθ’ ύλην προσωπικού και εδαφικού πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ και του π.δ. 178/2002, συμβάλλοντας στην κατανόηση του κρίσιμου νομοθετικού πλαισίου με καθοριστικές συνέπειες τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους εργαζομένους τους. Ειδικό κεφάλαιο αφιερώνεται στη μεταβίβαση επιχείρησης στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας, εξετάζοντας τις εξαιρέσεις που προβλέπονται από την Οδηγία 2001/23/ΕΚ και το π.δ. 178/2002, υπό το φως ιδίως του πρόσφατου ν. 4738/2020 και της σχετικής νομολογίας. Αναλύονται οι ιδιαιτερότητες του πεδίου αυτού και οι προκλήσεις που εγείρονται για την προστασία και συνέχιση των εργασιακών σχέσεων.
Επιπλέον, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση των διασυνοριακών μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, ένα ζήτημα που μέχρι σήμερα δεν έχει τύχει συστηματικής επεξεργασίας στην ελληνική βιβλιογραφία και νομολογία. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται κρίσιμα ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όπως ο προσδιορισμός του εφαρμοστέου δικαίου στις εργασιακές σχέσεις του προσωπικού που θίγονται από τη μεταβίβαση, αλλά και οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά τη διαπίστωση της διατήρησης της ταυτότητας της οικονομικής οντότητας, εξαιτίας του διασυνοριακού χαρακτήρα της μεταβίβασης.
Το έργο συνιστά μια συστηματική και κριτική συμβολή στη μελέτη των μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, προσφέροντας στον νομικό κόσμο και τους εφαρμοστές του δικαίου ένα εργαλείο για την κατανόηση και αντιμετώπιση των πολυσύνθετων πρακτικών και θεωρητικών ζητημάτων που συνδέονται με τον ορισμό της έννοιας της μεταβίβασης, τα όρια εφαρμογής της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ και του π.δ. 178/2002, καθώς και τις εξαιρέσεις που ανακύπτουν σε διαδικασίες αφερεγγυότητας.