…Το νησί ξεκίνησε σιγά σιγά ν’ απομακρύνεται από τη στεριά διαγράφοντας απαλούς κύκλους πάνω στα νερά του Θερμαϊκού. Φορτωμένο σκιές και μνήμες και φαντάσματα που λαγοκοιμόνταν ανάμεσα στ’ αλμυρίκια. Ο ναύαρχος Βότσης στο τιμόνι προσπαθούσε να το ρεγουλάρει μην κολλήσει στ’ αβαθή της Παλιομάνας, ο Τσιτσάνης καθισμένος στην ψάθινη καρέκλα του έπαιζε στο μπουζούκι το «είσαι το καμάρι της καρδιάς μου, Θεσσαλονίκη όμορφη γλυκιά», ο Θόδωρος το χόρευε μερακλωμένα, χωρίς τις πατερίτσες, πατώντας γερά και με τα δυο του πόδια. Και η γριά, αχ η γριά Βιλίκα, μ’ ένα κλωνί βασιλικό στ’ αυτί, τον κοίταζε στα μάτια χαμογελώντας επιτέλους και κτυπώντας του παλαμάκια…