Κοντά στη θάλασσα υπήρχε ένα μεγάλο πέτρινο εργοστάσιο, υπήρχαν τα Σφαγεία, υπήρχαν και άλλα μεγάλα εργοστάσια, διάσπαρτα εδώ και εκεί, που έμοιαζαν νυσταγμένοι δράκοι, τυλιγμένοι στη σκόνη. Υπήρχαν άνθρωποι που περνούσαν την πύλη του εργοστασίου νύχτα και έβγαιναν έξω πάλι νύχτα. Ήταν άνθρωποι που ήρθαν από μακριά, από μιαν άλλη θάλασσα, που ήρθαν από τα βουνά ή από ξερότοπους και ξερονήσια, άνθρωποι που διέσχισαν τον χώρο, που κουβάλησαν τον χώρο, που τεμάχισαν και αναδημιούργησαν τον χώρο, όλοι τους αθώοι και απελπιστικά αφελείς στη δίνη της προσωπικής τους γεωγραφίας. Άνθρωποι που σου έλεγαν απλώς "θέλω να ζήσω".
Υπήρχαν και παιδιά, που είχαν στραμμένο το βλέμμα πάντα προς τη θάλασσα, άλλοτε μαύρη σαν κατράμι και άλλοτε κόκκινη από το αίμα των Σφαγείων. Υπήρχαν ανήσυχα παιδικά κεφάλια, ανέμελα κάτω από τις θεόρατες τσιμινιέρες που ξερνούσαν σκόνη, καπνό και θάνατο. Κάτω από τη σκιά μιας τσιμινιέρας, τα παιδιά εκείνα άκουγαν τον ήχο από ένα μακρινό ραδιοφωνάκι:
"Μες τη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι
με την ελίτσα και τα φρύδια τα σμιχτά
όταν με βλέπει και περνώ από μπροστά του
τη μαχαιρίτσα του στο κούτσουρο χτυπά".
Από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής» κυκλοφορεί και το έργο του Θωμά Σίδερη «Τα τρένα της σιωπής».