Το «πνεύμα» που διέπει την εργασία στον καπιταλισμό είναι αυτό της προτεσταντικής ηθικής. Η εργασία λειτουργεί ως κυρίαρχο συστατικό κοινωνικής ταυτότητας και ως βασικός μοχλός κοινωνικής διάκρισης μεταξύ των ανθρώπων, ορίζοντας τον βαθμό της προκοπής, της αξιοσύνης ή ακόμα και της εντιμότητας ενός ανθρώπου απέναντι στην υπόλοιπη κοινωνία, με βάσει το αν δουλεύει, πόσο δουλεύει και τι δουλειά κάνει. Η εμπειρία της νεοτερικότητας, από την άλλη, γεμάτη από τα πρόβλημα και τις αντιφάσεις που γέννησε η ριζική κοινωνική αναδιάρθρωση των κοινωνιών λόγω της εκβιομηχάνισης, της μισθωτής εργασίας και της γραφειοκρατικής οργάνωσης των κοινωνιών, οδήγησε, ταυτόχρονα, στην ανάγκη για δημιουργία μη καπιταλιστικών οργανώσεων, δηλαδή οργανώσεων που είτε είχαν ως άξονα τη φιλανθρωπία, είτε τον συνεργατισμό, έθεταν ως βασικό τους στόχο τη συγκρότηση μορφών κοινωνικής οργάνωσης που δεν αποσκοπούν στο κέρδος. Αρκεί όμως αυτό για να θεωρηθεί μια οργάνωση «μη καπιταλιστική»; Μελετώντας τους κλασικούς της Κοινωνιολογίας της Εργασίας και παίρνοντας ως παράδειγμα τους προπομπούς τις σύγχρονης Κοινωνικής Πολιτικής, δηλαδή τις φιλανθρωπικές και συνεργατικές ενώσεις στην Αγγλία του 19ου αιώνα, το βιβλίο αποπειράται να αναδείξει το κοινωνιολογικό παράδοξο της προτεσταντικής ηθικής που διέπει και τις μη καπιταλιστικές οργανώσεις, υπενθυμίζοντας ότι η εργασία αποτελεί τον ισχυρότερο μηχανισμό νομιμοποίησης της καπιταλιστικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών, υπό κάθε πρίσμα.