Αυτό το φωτογραφικό ταξίδι, ξεπερνάει τα όρια μιας επιφανειακής προσέγγισης της καλλιτεχνικής μάσκας, ακόμη και της ετεροπροσωπίας και μας μεταφέρει σε μονοπάτια δύσβατα, εκεί όπου η ψυχή συναντάει την ίδια την πρωτογενή της διάσταση. Μέσα από το βλέμμα του πρωταγωνιστή-καρναβαλιστή στις φωτογραφίες , που ο φωτογράφος καταφέρνει να απομονώσει από όλα τα υπόλοιπα σωματικά χαρακτηριστικά του μεταμφιεζόμενου, ανοίγονται οι δρόμοι ενός πολύ ιδιαίτερου ταξιδιού, μιας πολύ ιδιαίτερης επαφής, μιας ουσιαστικής επικοινωνίας, στην οποία ανακαλύπτουμε ως θεατές, το δικό μας βλέμμα να προσηλώνεται σε αυτό του μεταμφιεζόμενου, να ξυπνά μέσα μας αρχέγονες μνήμες και να μας μεταφέρει σε τόπους εκεί όπου η ψυχή συναντάει την ψυχή. Ο φωτογραφικός φακός παύει να είναι ένα εργαλείο που αναδεικνύει τη στιγμή ή ένα έργο τέχνης και μεταμορφώνεται σε ένα μέσο αυτογνωσίας και γιατί όχι και αυτοθεραπείας. Μέσα από το βλέμμα του άλλου κι όταν εμείς το επιτρέψουμε, αρχίζουμε να αποκτούμε οντότητα, να ανακαλύπτουμε τον δικό μας εαυτό, για να μπορέσουμε στην πορεία να γίνουμε πρωταγωνιστές κι εμείς. Αλλά αυτή τη φορά πιο συνειδητοποιημένοι και πιο αποφασιστικοί, μιας και αφορά τη δικά μας ζωή κι όχι αυτή των άλλων.
Στη συνέχεια, τα δύο βλέμματα, αυτό του πρωταγωνιστή-καρναβαλιστή από τη μια και το δικό μας ως θεατή από την άλλη, ενώνονται με έναν ιδιαίτερο μαγνητισμό και γίνονται «Ένα». Ο φωτογράφος-σκηνοθέτης Διονύσης Ραυτόπουλος, διαδραματίζει το ρόλο του καταλύτη σε αυτήν την ένωση. Η αφαιρετική σχέση μέσω της οποίας ο φακός ελαχιστοποιεί τα περιττά και αναδεικνύει το ουσιαστικό «ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ» οδηγεί το θεατή-αναγνώστη με ασφάλεια, να προσεγγίσει και να αντανακλάσει το δικό του ασυνείδητο, στα δύο μάτια που βρίσκονται πίσω από τη μάσκα. Ακριβώς σε αυτό το σημείο διαδραματίζεται η κορύφωση του ενδιαφέροντος. Κάποιος που θα προσεγγίσει επιφανειακά την εξαίρετη αυτή φωτογραφική εργασία, θα ανακαλύψει μια ενδιαφέρουσα και κοπιαστική προσπάθεια, να αναδειχθεί η μάσκα, το καρναβάλι κι η ετεροπροσωπία, ανάγκες έκφρασης του ανθρώπου από τα πανάρχαια χρόνια και τις Διονυσιακές τελετές έως σήμερα. Όποιοι όμως καταφέρουν να αποχωριστούν και να πετάξουν τη «μάσκα» του ρόλου που ο καθένας από εμάς κουβαλάει στη καθημερινότητα του, τότε θα ανακαλύψει την πεμπτουσία και την ερωτική σχέση που αναδεικνύεται, όταν αυτά τα δύο βλέμματα ενωθούν και γίνουν «Ένα». Σ’ αυτήν την περίπτωση, το έργο αυτό θα έχει καταφέρει να αφήσει το αποτύπωμα του σε όποιον το έχει προσεγγίσει με τον ανάλογο σεβασμό και θα έχει επιτελέσει το λόγο για τον οποίον και δημιουργήθηκε.
Ιωάννης Κουτσανδρέας
Παιδοψυχίατρος-Ψυχοθεραπευτής