Αὐτὸ ποὺ ξεχωρίζει τὸν Πλούταρχο ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἕλληνες συγγραφεῖς, ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν Αἴγυπτο καὶ τοὺς θεούς της, εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν αἰγυπτιακὴ γλῶσσα, καθὼς καὶ ἡ ἐτυμολογία ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ ἀποδώσει καὶ νὰ ἐμβαθύνει στὴν ἀλληγορικὴ καὶ συμβολικὴ ἑρμηνεία τους. Ἡ Αἰγυπτιακὴ εἶναι γλῶσσα μὲ διάφορες, διαδοχικὲς ἢ παράλληλες γραφές (ἱερογλυφική, ἱερατική, δημοτική, κοπτική), ἀλλὰ ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἐπιλογὴ τῆς γραφῆς στὴν ὁποία παραπέμπει ὁ Πλούταρχος. Στὴν Αἴγυπτο τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς ἐποχῆς συνυπάρχουν ἡ ἱερογλυφική, ἡ ἱερατικὴ καὶ ἡ δημοτική· ἡ τελευταία εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα γραφή. Τὸ ἔργο Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος γράφτηκε περίπου τὸ 120 μ.Χ.· καὶ παρ’ ὅλα αὐτά, οἱ γλωσσολογικὲς ἀναφορὲς τοῦ Πλουτάρχου παραπέμπουν πάντοτε στὴν ἱερογλυφικὴ καὶ μάλιστα σὲ μιὰ φάση της πολὺ ἀρχαιότερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἐπιζοῦσε καὶ ἐχρησιμοποιεῖτο κατὰ τὴν ἐποχή του. Ἡ πραγματεία του αὐτὴ ἀναπτύσσεται ὡς διάλογος – μονόλογος πρὸς τὴν νεαρὴ Κλέα, τὴν ἀρχιέρεια τῶν Θυιάδων στοὺς Δελφούς, μυημένη καὶ στὰ Ὀσιριακὰ μυστήρια. Σὲ αὐτὴν ὁ Πλούταρχος ἀφιερώνει τὴν πραγματεία του, θεωρώντας ὅτι ἡ παράλληλη σχέση της μὲ τὶς δύο θρησκεῖες ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ ἐφόδιο γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἀληθινῆς ταυτότητας τοῦ θείου στοιχείου.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ,Α.ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΟΥ