Στην αρχή ήμουν ολόκληρος. Με τον καιρό άρχισα να αποσυντίθεμαι και να διαλύομαι σε μικρά κομμάτια, που τα στοίβαζα κάτω από κόλλες χαρτί. Όταν μετά από χρόνια άρχισα να ενώνω τα κομμάτια, δεν ήμουν μόνος πια, είχα έναν άλλο εαυτό, ένα ποιητικό alter ego. Μια μέρα, άνοιξα την πόρτα για να μπω στο δωμάτιο αυτού του άλλου εαυτού, μόνο για να δω πως ήταν ένα κρύο νεκροτομείο. Η καρδιά μου ήταν πάνω σε μια ζυγαριά κι εκείνος από πάνω έβαζε γάζες στις πληγές της. Ήταν κατακερματισμένη και υπερτροφική, την τάιζα χρόνια για να κόβω και να μοιράζω κομμάτια σε όσους αγαπούσα. Ο άλλος εαυτός μου είπε «έχω πολύ δουλειά ακόμα, μόλις τελειώσω θα σε φωνάξω». Ένα πρωί, μου είπε ότι τελείωσε και μου έδωσε πίσω την καρδιά. Την φύλαξα γρήγορα και βγήκα στο δρόμο. Κάποια στιγμή, συνάντησα έναν άνθρωπο και όπως μιλούσαμε και είχαμε συμπαθήσει πολύ ο ένας τον άλλο, μου ζήτησε να κόψω ένα κομμάτι απ’ την καρδιά μου και να του το δώσω. Εγώ είπα «ευχαρίστως» και έκανα να κόψω, μα όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα με τίποτα. Ο άλλος εαυτός την είχε κολλήσει πολύ καλά.