Ένας πιτσιρικάς μασουλούσε ένα ψημένο καλαμπόκι. Κάποια στιγμή βαρέθηκε να τρώει και πέταξε το καλαμπόκι με το κουμπάκι (τον βασικό στρόγγυλο κορμό, όπου συνάζονται όλοι οι σπόροι) σ᾽ ένα χαντάκι. Ο κρυμμένος στην τρύπα του λαγός το είδε και ξετρύπωσε κι άρχισε να τρώει ό,τι άφησε αφάγωτο ο πιτσιρικάς. Η πονηρή κουκουβάγια απ᾽ το κλαδί της είδε τον λαγό που μασουλούσε και βούτηξε δίπλα του. Ο λαγός τρόμαξε με την παρουσία της, έσπρωξε προς το μέρος της το κουμπάκι και παραμέρισε να την παρακολουθεί, που η κουκουβάγια τσιμπολογούσε, αν και με καμπυλωτή μύτη, με επιτυχία με σειρά σπυρί - σπυρί και φαινόταν αχόρταγη. Τα σπόρια τέλειωσαν και είπε η κουκουβάγια: «Καλό αλλά λίγο. Δίψασα όμως, θα πετάξω μέχρι την πηγή να πιω κρύο νεράκι». Και ο λαγός με παράπονο της είπε. «Πώς ήθελα να πετάξω σαν εσένα να πιω λίγο νεράκι!».
Την ίδια στιγμή ένας αετός άρπαξε στα νύχια του τον λαγό και τον σήκωσε μαζί του. «Δεν ήθελα μ᾽ αυτόν τον τρόπο να πετάξω», τσίριξε ο λαγός. Η κουκουβάγια γύρισε πάλι στο κλαδί της λέγοντας τα κουφά της. «Ήθελες να πετάξεις. Να, πέταξες».