Ένα αγόρι περίπου δέκα χρονών, δεμένο στο κατάρτι ενός μεγάλου ψαροκάικου για να μην το πάρουν τα κύματα, αναμετριέται με τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτή την ιστορία άκουγα ξανά και ξανά από τον πατέρα μου, για το πώς ο προπάππος Νικολής «άντρωσε» τον παππού μου τον Σταύρο.
Περιγραφή
Γι’ αυτό, τι να σου το κρύψω, πειράχτηκα όταν άκουσα το συκοφάντη, ηλίθιο ψίθυρο ξοπίσω μου, ότι, λέγει, η μάννα μου κι’ ο πατέρας μου ήτανε Βούλγαροι, μιλούσανε βουλγάρικα. Την κατηγορία την εσφενδόνιζαν κάτι ηθικοί παρακεντέδες και μυξοκάπηλοι απ’ το χωριό μου. Κάτι ράκη που θυμήθηκαν ότι είναι Ρωμιοί μόνο όταν είδαν την αστραπή της οικονομικής σωτηρίας στη μετανάστευση, ενώ ως τα τότε σέρνουνταν στα τέσσερα νόθοι, στις βουργάρικες ξώθυρες, έτοιμοι να χοροπηδήσουν και να κάνουν κάθε άτιμο θέλημα στο πρώτο κομμάτι που τους πετούσε ο ξένος αφέντης. Οι ίδιοι πολέμησαν ως την τελευταία στιγμή δούλοι στις βουργάρικες στρατιές, και ήρθαν εδώ να ξαναμάθουν ελληνικά, με αποζημιώσεις. Αυτοί, μια που η περηφάνεια κι’ η ακαταδεξιά δεν μας αφήκε μάς να τους νειδίσουμε την ιστορία τους, βρήκαν ευκαιρία στην πρώτη γωνιά του δρόμου, στην πρώτη απόμερη ρύμνη, βαλτοί από χαμόσυρτους εχθρούς, να ψιθυρίσουν για εμάς προστυχιές.
Ένα αγόρι περίπου δέκα χρονών, δεμένο στο κατάρτι ενός μεγάλου ψαροκάικου για να μην το πάρουν τα κύματα, αναμετριέται με τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτή την ιστορία άκουγα ξανά και ξανά από τον πατέρα μου, για το πώς ο προπάππος Νικολής «άντρωσε» τον παππού μου τον Σταύρο. […] Χρόνια μετά, ο πατέρας μου Αστέρης μού έδωσε έναν ξεβαμμένο και μισοσκισμένο, χοντρό, μπλε φάκελο, ο οποίος περιείχε ένα γράμμα του παππού μου με την ιστορία της οικογένειας, την ιστορία του Νικολή. […] Φτάνοντας πια στο σήμερα, σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι ψάχνουν πάλι τον αυτοπροσδιορισμό τους κι όπου τα θέματα εθνικής ταυτότητας είναι ξανά στο προσκήνιο, ένιωσα ότι το γράμμα αυτό, καταγράφοντας έναν όχι πολύ γνωστό Ελληνισμό –αυτόν της Ανατολικής Ρωμυλίας– και απαντώντας στις αιτιάσεις για εθνική καθαρότητα μ’ ένα πνεύμα ελεύθερο, γενναίο και ανήσυχο, μπορεί να προσφέρει ένα μικρό λιθαράκι για σκέψη. Να ξεπεράσει τη δική μας «μικρή» οικογενειακή ιστορία κι έτσι ίσως να βρει τους σύγχρονους παραλήπτες του.
[Από τον πρόλογο του Στ. Aστ. Στάγκου]
Η επιστολή του Σταύρου Στάγκου είναι ένα υπαρξιακό και ιστορικο-ανθρωπολογικό δοκίμιο γύρω από το αγωνιώδες ερώτημα τίς εστί Έλλην. Αναρωτιέται αν ο πατέρας του ήταν «σλαυοβούργαρος ή ρωμιός», αγωνιά για την καταγωγή του. Απαντά σε αυτό το ερώτημα περί πιστοποίησης με μια γλαφυρή αφήγηση που απορρίπτει τη φυλετική καθαρότητα. [...] Ο στοχασμός του περί ελληνικότητας έχει δομημένα επιχειρήματα και αξιόλογο διανοητικό βάθος. Βλέπει την ιστορία και ανθρωπολογία της Ρωμιοσύνης μέσα από το γενεαλογικό του πρίσμα, χωρίς να παραλείπει το γενικότερο βαλκανικό της πλαίσιο. [...] Η επιστολή του είναι μια εξομολόγηση ψυχής που θέτει το ερώτημα τι ήταν Ρωμιός τότε. [Από την εισαγωγή του Σπ. Γ. Πλουμίδη]