Γεννήθηκα στη Λαγκάδα της Χίου στα χρόνια εκείνα που τους νεκρούς τους ξενυχτούσαν στα σπίτια. Ένα μαντήλι τους είχαν στο πρόσωπο, ένα καντηλάκι και λουλούδια από τις αυλές, η μυρωδιά από το βασιλικό γέμιζε το δωμάτιο. Συγγενείς, γείτονες και συγχωριανοί περνούσαν για να πουν την καλή τους την κουβέντα, να ελαφρύνουν τον πόνο των δικών και την ψυχή του νεκρού. Μια μετάβαση στον άλλο κόσμο με παρέα, με μνήμες κι ιστορίες που ξεδιπλώνονταν στη διάρκεια της νύχτας, με κλάματα και γέλια, με την αίσθηση ότι ο νεκρός ακούει και χαίρεται. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να ξεψυχάει με τα χέρια της σηκωμένα και να φωνάζει το κοριτσάκι της που έχασε, τον παππού μου να φωνάζει τον πατέρα μου που ταξίδευε κι η ψυχή του έφυγε όταν του έδειξαν τη φωτογραφία του. Με τούτο το γραφτό μπήκα σε μονοπάτια δύσκολα κι άγνωστα, που η πραγματικότητα κι η φαντασία μπερδεύονται, ήθελα πολύ να βγαίνει η καλοσύνη, η συγχώρεση, η μετάνοια, η αγάπη μέσα από την πίκρα και την σκληρότητα του θανάτου, να ηρεμούν ζωντανοί και νεκροί, να δικαιώνονται όλοι.
Ανήκει στη λίστα
Κατηγορίες
Μυθιστορήματα
Διηγήματα και νουβέλες
Θεματική ταξινόμηση
FYP Μυθοπλασία βασισμένη ή εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα