Το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, με λύρα και με γνώση, εξελίσσεται, εμπλουτίζεται και ποικίλλεται διαρκώς παράλληλα με την εξέλιξη της γνώσης του για την τέχνη και τις πολιτικές και κοινωνικές εμπειρίες και τον κόσμο γύρω του. Το 1934 η γνώση του για τον κόσμο επηρεάζεται από κάποια ενθουσιώδη νεανική έπαρση. Ο Ρίτσος, όμως, δεν έπαψε ποτέ να μελετά την τέχνη του και τον κόσμο, να μαθαίνει διαρκώς και να εξελίσσεται. Στο ποίημα Η τελευταία π. Ανθρώπου Εκατονταετία του 1942 παρουσιάζει τον εαυτό του ως έναν ταπεινό εργάτη που προσπαθεί να τοποθετήσει, με ενθουσιασμό και αυτοπεποίθηση, μια οδική πινακίδα προς το φωτεινό μέλλον της ανθρωπότητας.
Στο Τερατώδες Αριστούργημα του 1977, ωστόσο, τίποτα πλέον δεν είναι σίγουρο και δεδομένο, όπως παλιότερα. Αυτοπαρουσιάζεται στο ποίημα ως ένας ήσυχος άνθρωπος που δεν ήξερε τίποτα. Εκφράζει αμφιβολίες για τη συνέπεια λόγων, έργων και πρακτικών πολλών γύρω του και δυσπιστεί για πολλά. Η μόνη ασκίαστη πίστη και τιμή που εκφράζει είναι στη μνήμη των νεκρών των αγώνων.
Στον συγκεντρωτικό τόμο των τεσσάρων συλλογών ποιημάτων του Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, που έγραψε μεταξύ 1987 και 1989, η φιλοσοφική προσέγγιση και η μνήμη των νεκρών, είναι και πάλι εμφανείς. Παρουσιάζεται και πάλι ως ένας ταπεινός εργάτης -προλετάριος της τέχνης, ερωτευμένος πάντα με τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα και τους ανθρώπους- ερωτευμένος πάντα με την ποίηση και τη ζωή.