Η Κέρκυρα στα τέλη του 18ου αιώνα είναι κατάφυτη από ελαιόδεντρα, τόσο πυκνά που τα κλαδιά του ενός δέντρου μπλέκονται με τα κλαδιά του άλλου κι ο κίνδυνος μιας γενικευμένης πυρκαγιάς είναι εξαιρετικά συχνός. Εδώ ζουν και μοχθούν οι «μικροί άνθρωποι» της υπαίθρου. Η βενετσιάνικη διοίκηση τους θεωρεί απείθαρχους και τεμπέληδες. Όμως η πλούσια βλάστηση που τους περιβάλλει, ελιές κι αμπέλια, είναι έργο των δικών τους χεριών. Οι καρποί των κόπων τους δεν είναι δικοί τους: τους μοιράζονται με τον –συχνά απόντα– φεουδάρχη, ενώ η μορφή του επιστάτη, κοντοχωριανού τους, αλλά και ανθρώπου της διοίκησης και των μηχανισμών της, είναι, ίσως, η απεχθέστερη του χωριού.
Μέσα σ’ ένα ασφυκτικό οικονομικό περιβάλλον, που συμπίπτει ιστορικά με την οριστική αποσύνθεση του φεουδαρχικού συστήματος στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι άνθρωποι αυτοί καλλιεργούν τη γη, παντρεύονται, δημιουργούν οικογένειες και νοικοκυριά, τσακώνονται μεταξύ τους, στασιάζουν απέναντι στη διοίκηση. Το πόνημα αυτό είναι μια περιήγηση στο μικρόκοσμό τους, στο μόχθο και στο δόλο τους, στο σπίτι και στο νοικοκυριό τους, στις έχθρες και στις φιλίες τους.
Είναι όμως κι ένας φόρος τιμής στον «μικρό άνθρωπο», τον κάποτε «σκόνη και κουρνιαχτό της ιστορίας», που όμως με τη συνειδητή και ασύνειδη δράση του αποτελεί την πρώτη ύλη της.
Τους ευχαριστώ που υπήρξαν και που έγιναν, μεταξύ άλλων, η δική μου αφορμή και πηγή για έναν δρόμο προς τη γνώση.