Η μεταπολεμική λογοτεχνία στάθηκε μάρτυρας του παράλογου και του απάνθρωπου που ελλοχεύει στον άνθρωπο. Σημάδι του απάνθρωπου της ύπαρξης δεν είναι μόνον η επιθυμία της εξόντωσης του διαφορετικού. Είναι και η απώλεια της μνήμης. Η λήθη είναι μια ατμόσφαιρα αξιοζήλευτης άνεσης. Αλλά η απώλεια της μνήμης είναι θάνατος. Η ποίηση είναι ένα σύμπαν με παρελθόν και μέλλον. Όλες οι ποιητικές φωνές αφηγούνται το φόβο, την τροχιά του ερωτικού ονείρου, τον πόνο και τη συνταρακτική ομορφιά, το θρίαμβο και το μελαγχολικό σβήσιμο κάθε ύπαρξης. Εμείς είμαστε τα έρμαια ενός πολιτισμού που ξεψυχάει στο εκμαγείο της πανομοιότητάς του, δίχως να μπορεί να αναπαραχθεί, αφού εξόντωσε και την τελευταία πρωτόγονη φυλή που επιζούσε πάνω στον πλανήτη, εξοντώνοντας έτσι και τη δική του πρωτόγονη ψυχή στο πρόσωπο της ποίησης. Μια επανέκδοση μετά από τριάντα χρόνια δεν ανασταίνει το βιβλίο στον ίδιο κόσμο όπου είχε πρωτοδεί το φως. Κι αυτό κάτι σημαίνει και για το περιεχόμενό του, που μας καλεί να το αναστοχαστούμε. Ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος, γιατρός του δημοσίου, στην εποχή του γνώριζε καλά την ελληνική πραγματικότητα τόσο στην επαρχία όσο και στην πρωτεύουσα. Ήξερε από πρώτο χέρι την κακοδαιμονία του ελληνικού βίου, τα λάθη και την εξαπάτηση στην πολιτική, τα ελλείμματα της κοινωνίας, την επαίσχυντη ταξικότητα σε μια χώρα που επιμένει να συντηρεί ένα ανώριμο δημοκρατικό πολίτευμα, μέχρι τις μέρες μας. Ο ποιητής πήγαινε πρόθυμα στη μοναξιά, για να μην πίνει από τις στέρνες που είναι για τους πολλούς. Δεν γύρεψε να πάρει τη θέση του άλλου που ήταν ανώτερος, μήτε να καταβροχθίσει τον κατώτερο. Γύρεψε μονάχα ο «ανώτερος» να του δείξει το σεβασμό που του άξιζε. Το πρώτο είναι πόλεμος. Το δεύτερο, δημοκρατία. (Από την Εισαγωγή και τα Προλεγόμενα)