Ο Τζιμ
ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ η φύση οργίαζε. Αμέτρητα λουλούδια είχαν ανθίσει κάτω απ’ τον μεσημεριάτικο ήλιο. Μαργαρίτες, πα παρούνες που ομόρφαιναν το βλέμμα του. Τα αρ χαία ελαιόδεντρα έμοιαζαν να τον χαιρετούν στην πορεία του. Κάποια στιγμή στο πλάι του σταμάτη σε μια μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού. Οδηγός της ήταν ένας άντρας περίπου σαράντα ετών ο οποίος φορούσε ένα κράνος που έμοιαζε με σπαρτιάτικη περικεφαλαία. Ήταν ο περιβόητος Τζιμ, ο προγραμματιστής και συντηρητής ηλεκτρονικών υπολογιστών του νησιού.
«Πού πας φίλε μου;» τον ρώτησε στα αγγλικά με αμερικάνικη προφορά.
«Στο Σίγρι», του απάντησε ο Πλάτων παρατηρώντας τον με περιέργεια.
«Είναι η τυχερή σου μέρα. Ανέβα», του είπε ο Τζιμ και του έδειξε το πίσω κάθισμα.
Ο Πλάτων φάνηκε να διστάζει.
«Έλα ανέβα, τι θες να το φιλοσοφήσουμε;» πρόσθεσε ο Τζιμ κι έβγαλε ένα ακόμα κράνος προσφέροντάς το στον Πλάτωνα.
«Έχει μέσα ενσωματωμένα ακουστικά για να περάσεις καλά στην πορεία μας. Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς μουσική φίλε; Θα κάνουμε πρώτα μια στάση στην Αγιάσο να παραδώσω κάτι και μετά πάμε για Σίγρι. Έλα πάμε».
Ο Πλάτων τον πλησίασε, φόρεσε το κράνος και ανέβηκε στη μοτοσυκλέτα. Το ταξίδι με τον Τζιμ φανέρωσε στον Πλάτωνα την πρωτόγνωρη ομορφιά του νησιού της Λέσβου. Πέρασαν από βουνά, παραθαλάσσια τοπία, ελαιώ νες, δάση, γυμνά βράχια, μοναστήρια και χωριά. Ο ήλιος, οι μυρωδιές, τα χρώματα και η αίσθηση του ανέμου έκαναν το πρόσωπό του αργά, αλλά σταδι ακά να γαληνέψει και να αισθανθεί επιτέλους σαν ελεύθερος καβαλάρης. Θα έλεγε κανείς πως μόλις είχε αρχίσει να πιστεύει πως πράγματι είχε φτάσει σ' έναν ευλογημένο τόπο, που έφτιαξαν όλοι μαζί οι θεοί για να χαίρονται την ομορφιά του.
Ανεβαίνοντας στον δρόμο για την Αγιάσο από μακριά ξεχώριζε και το βουνό Όλυμπος. Το αιώνιο όρος του νησιού που στεκόταν εκεί εκατομμύρια χρόνια, ένας θεόρατος βράχος αγέρωχος και υποβλητικός ξεπεταγμένος από τα πανάρχαια βάθη του προϊστορικού Αιγαίου πελάγους. Ο Πλάτων το κοίταζε με δέος. Σιγά-σιγά ένιωθε πως δε βρισκόταν πια πάνω σε μια μοτοσυκλέτα, αλλά είχε αρχίσει να αιωρείται πάνω από αυτό το μαγευτικό και πανέμορφο χωριό της Αγιάσου, που μόλις φαινόταν στη ματιά του και που απλωνόταν ως τους πρόποδες του γυμνού βράχου.
Ύστερα από δύο ώρες διαδρομής ο Πλάτων και ο Τζιμ κάθισαν σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα και γεύτηκαν τους θαλασσινούς της μεζέδες. Τα υπέροχα πιάτα της κυρα-Μαρίας και του Πάνου. Τα μακριά μαλλιά του Τζιμ ανέμιζαν στον άνεμο, έπειτα σήκωσε το ποτήρι του που ήταν γεμάτο ντόπιο ούζο και είπε με επίσημο ύφος.
«Στην καύλα φίλε μου».
Ο Πλάτων που δεν κατάλαβε τη σημασία της άγνωστης λέξης τον ρώτησε.
«Πώς το είπες Τζιμ, καυλά; Τι είναι αυτό;»
«Καύλα», επανέλαβε ο Τζιμ αργά.
«Καύλα», επανέλαβε κι ο Πλάτων αργά.
«Έτσι σε θέλω. Έλα πιες, τι με κοιτάς έτσι;»
Ο Πλάτων έφερε στην άκρη του ποτηριού τα χείλη του και γεύτηκε για πρώτη φορά ούζο. Μια ελαφριά μυρωδιά από γλυκάνισο τον κατέκλυσε.
«Ώραίο το ούζο, Πλάτωνα, τι λες;»
«Παστίς!» φώναξε ο Πλάτων. «Μου θυμίζει το γαλλικό παστίς Τζιμ, όμως τι σημαίνει Καυλά».
«Καύλα Πλάτων, όχι καυλά, το είπαμε αυτό. Είναι το μητρικό πρόγραμμα της δημιουργίας. Η απόλυτη γλώσσα προγραμματισμού. Ό,τι βλέπεις γύρω σου Πλάτωνα έχει δημιουργηθεί εξαιτίας αυτής της λέξης. Η καύλα είναι η πεμπτουσία της ζωής, εν αρχή ην ο αλγόριθμος της καύλας και όχι το χάος, όπως έγραψε ο Ησίοδος. Κι όχι μόνο η καύλα η ερωτική, σώμα προς σώμα, αλλά η βαθιά εκείνη καύλα που σε κάνει να σηκώνεσαι το πρωί απ’ το κρεβάτι και να λες: έχω ρε γαμώτο, έχω μόνο μια μέρα, τι θα έκανα αν είχα μόνο μια μέρα στη ζωή μου; Η λέξη καύλα προέρχεται από το επίθετο καυλός που σημαίνει τον βλαστό ενός δέντρου. Στα λατινικά έχουμε τη λέξη Caulis που σημαίνει κοτσάνι. Από τη ρίζα της λέξης βγήκε το ρήμα καυλώ που σημαίνει δημιουργώ έναν βλαστό. Η λέξη καύλα λοιπόν μας ενώνει με τη φύση, γινόμαστε μέρος της και γευόμαστε όλα τα χαρακτηριστικά της. Όμως στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα ο πολιτισμός μας απομάκρυνε τον άνθρωπο από αυτή τη δυνατότητα. Δεν καυλώνουν πια οι άνθρωποι με τη ζωή τους. Ζουν μια μίζερη, ασφαλή κατά τα άλλα ζωή γεμάτη γελοία κανονικότητα, η οποία βέβαια δεν υφίσταται ως νόημα γιατί δεν υπάρχει τίποτε κανονικό στη φύση, με αποτέλεσμα να μην καυλώνουν. Η λέξη «καύλα» Πλάτων είμαι σίγουρος πως είναι ένα χρυσό κλειδί που μας δώρισαν οι αρχαίοι θεοί. Η εντολή τους. Όταν την προφέρεις όλα φαίνονται σαν καινούρια. Μ’ αυτή τη λέξη κλειδί ξεφεύγεις μια για πάντα απ’ τη μιζέρια. Στην αρχαία Ελλάδα όλες οι εποχές έκρυβαν καλοκαίρι και οι θεοί αποκάλυπταν το μυστικό στους μυημένους. Μας το χάρισαν, όπως ο Προμηθέας τη φωτιά. Όμως εμείς το ξεχάσαμε. Είναι η λέξη της νεότητας που κρύβει μέσα της αθανασία. Αρκεί να την πεις με τη σωστή προφορά. Είναι το δικό μας ελληνικό Ικιγκάι που όταν την προφέρεις ανοίγουν οι ουρανοί. Ευτυχώς σ’ αυτό το νησί και σ’ αυτή την παραλία πασχίζου με να κρατήσουμε αυτή την παράδοση. Εδώ Πλάτωνα δε γίνεται να μην καυλώσεις. Η Ελλάδα στην αρχαιότητα ήταν μια καύλα σκέτη, όπως θα έπρεπε να είναι και η σημερινή Ελλάδα. Δυστυχώς, όμως, Πλάτων αυτή η λέξη δε μεταφράζεται στα γαλλικά οπότε πρέπει να την κρατήσεις ως έχει».
Ο Πλάτων έμεινε άφωνος από τη νέα θεωρία κοσμογονίας που ανέπτυξε ο Τζιμ μ’ αυτόν τον τόσο ευφάνταστο τρόπο και τον ρώτησε με θαυμασμό. «Τζιμ ποιος είσαι;»
«Ο κανένας. Σπούδασα πληροφορική στην Αμερική στο ΜΙΤ, ταξίδεψα σε όλον τον κόσμο και είμαι ευλογημένος που ζω σ’ αυτό το νησί. Έχω εργαστήρι επισκευής υπολογιστών σε μια σπηλιά και με το σιδερένιο μου άλογο ταξιδεύω στη θεϊκή Λέσβο επισκευάζοντας αυτά τα μηχανήματα του σατανά. Θέλεις να ξέρεις κάτι άλλο για μένα;»
«Όχι αρκεί».
«Κι εσύ ρε Πλάτωνα τι ήρθες να κάνεις εδώ, να βγάζεις σέλφι;» του ρώτησε με χαμόγελο.
«Ήρθα για διακοπές»
...................................................................................................................................................
Η ειμαρμένη
Ο ΔΡ. ΓΚΟΥΚΏ ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΕ πάντοτε στη ζωή του να μάθει τον τρόπο που γίνονται τα πράγματα στις ζωές των ανθρώπων, ώσπου, πριν από χρόνια, ανακάλυψε σ’ ένα παλιό βυζαντινό λεξικό μια φράση από το ανθολόγιο του Ιωάννη Στοβαίου, του συγγραφέα του 5ου μ.Χ. αιώνα, που ανέφερε στο λήμμα «ειμαρμένη» τα εξής: «Κατά τους Στωικούς τα πράγματα στις ζωές των ανθρώπων γίνονται με τέσσερις τρόπους: Κατ’ ανάγκην, κατά πεπρωμένον, κατά βούληση και κατά τύχη».
Ποτέ άλλοτε δεν είχε βρει μια τόσο ακριβή ετυμολογία που να φωτίζει τον τρόπο που συμβαίνουν τα πράγματα κι από εκείνη τη στιγμή αφιερώθηκε με ενθουσιασμό στη μελέτη αυτών των τεσσάρων τρόπων. Η έρευνά του αυτή τον οδήγησε στη συγγραφή του τελευταίου του βιβλίου, το οποίο εξέπληξε ευχάριστα τον εκδότη του, όταν το παρέδωσε, που αντί να το κατατάξει στα φιλοσοφικά μυθιστορήματα το κατέταξε στα μυθιστορήματα αυτογνωσίας προς μεγάλη έκπληξη και απορία του συγγραφέα.
«Αγαπητέ Πλάτων», του είπε «επιτέλους έγραψες το πιο ωφέλιμο βιβλίο της ζωής σου, τόσο για σένα όσο και για μένα, ένα βιβλίο που είμαι βέβαιος πως θα έχει μια χρησιμότητα στους αναγνώστες και πως θα είναι τελικά ευπώλητο και το κυριότερο όλων είναι πως αυτό το βιβλίο –να μου το θυμηθείς– θα δημιουργήσει νέους τρόπους συμπεριφοράς στις ζωές των ανθρώπων. Συγχαρητήρια φιλόσοφέ μου!»
Δεν είχε άδικο, καθώς το βιβλίο του άρχιζε να έχει αλλεπάλληλες ανατυπώσεις και να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες, αλλά όμως ούτε εκείνος, ούτε και ο εκδότης του, γνώριζαν, μέχρι εκείνη τη στιγμή, την ύπαρξη κι ενός πέμπτου τρόπου, ίσως του σημαντικότερου απ’ όλους τους παραπάνω, που επιδρά τελικά καταλυτικότερα στο να συμβούν τα γεγονότα στις ζωές των ανθρώπων. Τον τρόπο αυτόν έμελλε να τον ανακαλύψει, όταν θα επισκεπτόταν τον πιο παράξενο τόπο που γνώρισε ποτέ. Τον τόπο που θα συναντούσε τους «θεούς του καλοκαιριού», οι οποίοι θα τον βοηθούσαν να ερωτευτεί ξανά και να αγαπήσει με πάθος τη ζωή του.
Όλα τα θαυμαστά εκείνα γεγονότα συνέβησαν κατά τη διαμονή του στην Ελλάδα, το περασμένο καλοκαίρι, στο νησί της Λέσβου και συγκεκριμένα στο παραθαλάσσιο χωριό Σίγρι, τον «Τόπο των θεών», όπως το ονόμασε ο Αλμπέρ Καμύ, όταν το επισκέφθηκε το καλοκαίρι του 1959 μαζί με τον φίλο του Μισέλ Γκαλιμάρ. «Εκεί ήθελε να μείνει ο μεγάλος φιλόσοφος, εκεί να ζει και να εργάζε ται ίσως για πάντα», όπως κατέγραψε στο βιβλίο της Συντροφιά με τον Καμύ, η Ελληνίδα φίλη του κ. Λητώ Κατακουζηνού. Όμως ήταν μοιραίο να μην επιστρέψει ποτέ γιατί λίγους μήνες μετά σκοτώθηκε στο τροχαίο εκείνο ατύχημα μαζί με τον Μισέλ.
Ο Δρ. Γκουκώ, όμως, θα αναλάμβανε μετά από
65 χρόνια να κάνει το όνειρο του μεγάλου φιλοσόφου πράξη και να ταξιδέψει εκείνος αντί γι’ αυτόν
στον «Τόπο των θεών», ίσως για να ζήσει εκεί για
πάντα.