Συνέβησαν όλα τόσο ξαφνικά. Η εσωτερική φυλακή του ήρθε απρόοπτα. Δεν πρόλαβε καν να το καταλάβει. Για τη φυλακή του ταξικού αντιπάλου δε νοιάζονταν διόλου. Από την πρώτη στιγμή που τον πιάσανε ατσάλωσε τις κεραίες του, προπαρασκεύασε τον εαυτό του ότι θα ζήσει μερικά χρονάκια μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό τούνελ κι ότι οπωσδήποτε κάποτε θα ’βγαινε στο φως. Η απομόνωση όμως του ήρθε αναπάντεχα. Εκεί που περπατούσε στο προαύλιο ένιωσε τους άλλους ν’ απομακρύνονται, να ξεμακραίνουν οι φίλοι, κι αμέσως κατάλαβε πως αυτή ήταν η πραγματική φυλακή. Του φαινόταν πια ακατόρθωτο να σπάσει τον κλοιό της σιωπής που κατασκεύασαν γύρω του, αδύνατο να ξεφύγει την παγωνιά που φύσαγαν μέσα του.
– Απόσπασμα από το διήγημα «Τα κόκκινα μυρμήγκια»