Πολλά χώριζαν τον Καμύ από τον Σεφέρη: οι τόποι, η κοινωνική τάξη, η ιδιοσυγκρασία, η σχέση με την πολιτική, οι τρόποι της γραφής… Στα μύχια, ωστόσο, της ψυχής τους φώλιαζε κάτι που τους αδέλφωνε: το φως της Μεσογείου και μια ορισμένη ιδέα για την Ελλάδα. Αυτά θεμελίωσαν έναν σιωπηρό αλλά συναρπαστικό διάλογο και μια στάση ζωής απέναντι στα ουσιώδη: την άρνηση του φανατισμού· τον σεβασμό των ορίων· το χρέος του «εγώ» προς το «εμείς» της πόλεως· την αλληλεγγύη του καλλιτέχνη με την κοινότητα ζώντων και νεκρών που είναι ο πολιτισμός· την αφοσίωση στον συγκεκριμένο άνθρωπο με τις αρετές και τις αμαρτίες του· τον ακάματο αγώνα για την υπέρβαση του μηδενισμού. Είναι σημαδιακό ότι αυτή η στάση σμιλεύτηκε, και για τους δύο, μέσα στην τραγωδία ενός αιώνα που γέννησε τη φρίκη δύο παγκόσμιων πολέμων, το Ολοκαύτωμα και τη Χιροσίμα.
Και ιδού: στο ξεκίνημα μιας νέας χιλιετίας ο κόσμος μας δείχνει ξανά το τραγικό του πρόσωπο, αφυπνίζοντας τους εφιάλτες της μισαλλοδοξίας, της προσφυγιάς και του πολέμου, την ίδια στιγμή που βιώνει μια πολυδιάστατη κρίση, χωρίς προηγούμενο: κρίση οικολογική, γεωπολιτική, κοινωνική, ηθική, πολιτισμική, κρίση του ανθρώπου. Έτσι, ο χτεσινός διάλογος των δύο δημιουργών αποκαλύπτεται όχι απλώς επίκαιρος, αλλά προφητικός. Χρειάζεται να τον θυμόμαστε και να τον ανανεώνουμε καθημερινά. Από τη ζωντάνια του θα κριθεί αν μπορεί να διασωθεί η ανθρωπιά μας.
Γ.Κ.