Ο θεσμός της αναγκαστικής ομοδικίας αποτελεί, κατά γενική ομολογία, ένα από τα δυσχερέστερα πεδία του δικονομικού δόγματος. Θεωρία και νομολογία εξακολουθούν να εμφανίζονται διχασμένες σε μία σειρά ζητημάτων όπως: η εξάρτηση του πεδίου εφαρμογής της αναγκαστικής ομοδικίας από τις «ανάγκες» του ουσιαστικού δικαίου, η διασύνδεσή της με την υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση και τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, οι διακρίσεις των όρων «λογική» ή «νομική» αναγκαιότητα προς έκδοση ενιαίας αποφάσεως, η νομική φύση της αντικειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων των αναγκαίων ομοδίκων, το κύρος των μονομερώς ασκούμενων διαθετικών διαδικαστικών τους πράξεων, η στάθμιση των αποκλινόντων συμφερόντων μεταξύ των «δραστήριων» και των «αδρανούντων» αναγκαίων ομοδίκων κατά την άσκηση των ενδίκων μέσων ή την παραίτηση από αυτά κ.ά..
Η δυσχέρεια που παρουσιάζει η ερμηνευτική προσπέλαση των ως άνω ζητημάτων οφείλεται στο γεγονός ότι ο θεσμός της αναγκαστικής ομοδικίας αποτελεί σημείο συναντήσεως πλείστων όσων δικονομικών θεσμών, αλλά και ένα από τα πεδία όπου δοκιμάζεται με ιδιαίτερη ένταση η σχέση του δικονομικού με το ουσιαστικό δίκαιο. Ιδιαίτερη έμφαση, τέλος, αποδίδεται στα, ξεχωριστής πρακτικής σπουδαιότητας, ερμηνευτικά προβλήματα που εμφανίζει η αναγκαστική ομοδικία στο πλαίσιο των ενδίκων μέσων, αλλά και των δικών περί την εκτέλεση.