Ένας βουβός θρήνος έβγαινε από τα σπίτια των Ρωμιών της Πόλης… Έμοιαζε μ’ εκείνον που έβγαινε από την Αγία Σοφία τότε, το 1453, όταν πήρανε οι άπιστοι την Κωνσταντινούπολη. Κλαυθμός και οδυρμός σερνότανε, τότε, στα σοκάκια και στους μαχαλάδες, περνούσε πάνω από τ’ αμέτρητα πτώματα των σφαγιασμένων νεκρών και γινότανε μοιρολόγι…
Έτσι, ακριβώς όπως τότε… Ποια διαφορά υπήρχε που οι Ρωμιοί δεν θρηνούσαν σφαγιασμένους ανθρώπους; Που δεν κλαίγανε για την Πόλη που είχε τουρκέψει; Κλαίγανε για την Πόλη, που είχε ορφανέψει! Κλαίγανε για τη ζωή τους, που δεν χωρούσε μέσα σε μια βαλίτσα… Τι να βάλεις μέσα σε μια μόνο βαλίτσα… Μπορείς να κομματιάσεις μια ολόκληρη ζωή και να τη στριμώξεις εκεί μέσα;
Μπορείς να κομματιάσεις τον ουρανό, που σε σκέπασε όταν γεννήθηκες, μπορείς να πάρεις τ’ αστέρια, που σε φωτίζανε και να τα φυλακίσεις όλα μέσα σε μια βαλίτσα;
Πάνω στον ουρανό της Πόλης, μέσ’ από την υγρή ομίχλη του καλοκαιριού, αχνοφαινόταν ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ;
Ήταν ο πόνος και η θλίψη του αποχωρισμού της γενέθλιας γης... Μα, πάνω απ’ όλα ήταν εκείνη η αίσθηση και η πίκρα για την αδικία.
Ανήκει στη λίστα
Κατηγορίες
Μυθιστορήματα
Θεματική ταξινόμηση
FBA Μοντέρνα και σύγχρονη μυθοπλασία: γενική και λογοτεχνική