Όρμησαν όλοι, σαν λυσσασμένοι πάνω στα τόπια με τις μεταξωτές νταντέλες, τα τούλια, τα σατέν και τα σιφόν και τα έκοβαν με τα χέρια και με ψαλίδια που βρήκαν εκεί, ενώ μερικοί τα κατέστρεφαν με τα δόντια τους. Τα πετούσαν όλα από το παράθυρο. Δεν έμεινε τίποτε!
Η Μέλπω έκατσε κάτω στο πάτωμα κι έκλαιγε με λυγμούς. Η Ζεχρά κάθισε πλάι της και την αγκάλιασε. Ακούστηκαν πάλι φωνές. Οι δυο γυναίκες άκουσαν ομιλίες κάτω, σε απόσταση αναπνοής.
Κράτημα της ανάσας!
Σιγή δευτερολέπτων!
Αγωνία στο ζενίθ!
Φόβος... Τρόμος!
Τακ... τακ... τακ... Ήχησαν τα βήματα που ανέβαιναν στο ατελιέ. Έξι σιχαμερές φάτσες αντίκρισαν οι δυο κοπέλες, να ετοιμάζονται να τους ριχτούν. Η Ζεχρά πετάχτηκε πάνω.
«Είμαστε Τουρκάλες!» φώναξε, «μη μας κάνετε κακό. Ο Αλλάχ θα σας κάψει!»
«Εσύ ναι, αλλά αυτή είναι γκιαούρισσα!»
«Είμαι Τουρκάλα», φώναξε η Μέλπω στα Τουρκικά, αλλά δεν τους έπεισε.
«Τσιόκ γκιουζέλ!» είπε κάποιος άλλος αχρείος, κοιτώντας την μ’ ένα πρόστυχο βλέμμα και η Ζεχρά όρμησε απάνω του. Τον ξέσχισε με τα νύχια της, τον χτυπούσε με δύναμη, αλλά ένας τρίτος την χτύπησε με το ρόπαλο κι έπεσε κάτω αναίσθητη.
Απέμεινε η Μέλπω, στο έλεος του Θεού, που κι Εκείνος έφριξε τούτη τη νύχτα και δεν ήξερε ποιον από όλους να σώσει…“Παναΐα μου, βοήθησέ με”, προσευχόταν από μέσα της. Όρμησαν δύο, με μανία, απάνω της και της ακινητοποίησαν τα χέρια. Κάποιος προσπαθούσε άδικα να της κλείσει το στόμα. Η Μέλπω ούρλιαζε κι αντιστεκόταν με όλη της τη δύναμη…
Ανήκει στη λίστα
Κατηγορίες
Μυθιστορήματα
Θεματική ταξινόμηση
FBA Μοντέρνα και σύγχρονη μυθοπλασία: γενική και λογοτεχνική