Πήρε το κορμί μου να ανθίζει κι ελεύθερα να μεγαλώνει, μέσα στα φοβερά παιχνίδια ―για τους γονείς μου― της γυναικείας μου πλευράς.
Πότε ράθυμα κι άλλοτε μαγεμένα, διέτρεχα τα θαυμάσια σχήματα απ’ τις καμπυλότητες του κορμιού μου μπροστά στον καθρέφτη, καλύπτοντας με λεπτό πανί τα ντοκουμέντα του ανδρισμού μου.
Κρυφά και με φόβο σχεδόν θανάτου, γιατί ο άντρας του σπιτιού και πατέρας αδυνατούσε να δεχτεί πως συμβίωνε με δυο γυναίκες, τη μια κανονική και την άλλη ντεμί.
Η μάνα όμως κατάπινε τη μεταμόρφωσή μου ξερομπουκιά αμάσητη, κόρα ψωμιού γωνία. Μία και μοναδική φορά τόλμησα και της τραύλισα: «Μαμά, εγώ δεν είμαι εγώ».
—
Αγοροκόριτσο ή «αγορίτσι» έξω στην πιάτσα, με νυφιάτικα καμώματα όμως στον άντρα που έμπαινε κρυφά στο καμαράκι μου, το άλλοθι της γυναικείας μου πλευράς να μου χαρίσει. Τι κι αν με κάρφωναν, ως παράδειγμα γι’ αποφυγή, μάτια σουβλιά φαντασμένων αγοριών στον τοίχο, μα και προκλητικοί σιχτιρισμοί μανάδων φοβισμένων, υπήρχαν και βλέμματα ερωτικά, που τα καταλάβαινα ακόμα και με πλάτη γυρισμένη. Αυτά με χαρτζιλίκωναν, ήταν το μεροκάματο και το δικαίωμά μου στη ζωή που μου χάριζε το ποθητό μου σώμα.