Είναι η ποίηση αδυναμία να συλλάβουμε –εγκαίρως– το νόημα της ζωής και ποιητής όποιος την αναγνωρίζει και την αποδέχεται. Είναι δε τα ποιήματα αποδείξεις της αδυναμίας, απόπειρες συγκάλυψης της αμηχανίας, οι σιωπηρές κραυγές των ποιητών.
Κ. Γιαννάκος
Ο Χρόνος, η Φύση, Εμείς
Νεανίας πλάνης στην αυλή του χρόνου. Αγνοεί, θαυμάζει, χαμογελά. Ονειρεύεται. Σε ανοιχτό παραθυρόφυλλο προβάλει κορασίδα χαριτωμένη. Σκύβει να της χαρίσει το κυκλάμινο που σχίζει τον αιώνιο βράχο. Ώσπου να σηκωθεί, αγέρας βουνίσιος κλείνει με ορμή όλες τις πόρτες της αυλής. Ένας –νέος ή γέροντας, αδιάφορο– δείχνει τη Ζωή να ανεβαίνει τη ρεματιά και να χάνεται στην αχλή, στο μούχρωμα της μέρας. Το γέλιο της σκορπά και σβήνει σαν φρενάρισμα αυτοκινήτου στη μεγάλη λεωφόρο ή –το πολύ– σαν κραυγή θνήσκουσας πεταλούδας.
«Προλαβαίνω;», μονολογεί.
«Προλαβαίνουμε», της ψιθυρίζει ο πλάνης.
Ο νέος-γέροντας, αδιάφορο, μεταμορφώνεται σε φιλί, σε αγκαλιά, σε ξώπλατο εμπριμέ φουστάνι...