Σε μια εποχή όπου η πληθώρα της καλλιτεχνικής παραγωγής σε όλα τα επίπεδα (εικαστικό, λογοτεχνικό, θεατρικό, κινηματογραφικό, μουσικό) και η προώθησή της με όλα τα μέσα (έντυπα, διαδικτυακά κ.λπ.) κατακλύζουν τη θέα και την κρίση του σύγχρονου θεατή, μοιάζει όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία μια γενική κατευθυντήρια φόρμουλα επιλογής και αξιολόγησης των διαφόρων έργων τέχνης.
Κι επειδή η στροφή προς τη μήτρα της Τέχνης, που δεν είναι άλλη από τη Φιλοσοφία, φαίνεται να ’ναι ο μόνος δρόμος για τη χάραξη μιας ασφαλούς και έγκυρης γραμμής, αξίζει τον κόπο η επίδειξη προσοχής σε θεωρητικούς και μελετητές που πέτυχαν στη απόπειρά τους να διατηρήσουν τις ισορροπίες ανάμεσα στα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία της Τέχνης και να παράσχουν έτσι μια πυξίδα ασφαλούς πλοήγησης μέσα στο χαοτικό κόσμο της. Ένας τέτοιος μελετητής είναι και ο David Hume και παρουσιάζει μέγιστο ενδιαφέρον η μελέτη του.
Ο φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιούμ, γνωστός στην εποχή του και ως ιστορικός, οικονομολόγος και δοκιμιογράφος, γεννήθηκε στο Εδιμβούργο της Σκωτίας στις 26 Απριλίου 1711. Σε ηλικία 12 ετών ο Χιούμ γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, έχοντας λάβει κατ’ οίκον μόρφωση τα προηγούμενα χρόνια. Ξεκίνησε σπουδάζοντας Νομική, αλλά μετά από τρία χρόνια εγκατέλειψε τις σπουδές του επιδιώκοντας να συνεχίσει τη μόρφωσή του ανεξάρτητα και σε προσωπικό επίπεδο… Μελέτησε τους κλασικούς συγγραφείς και ιδιαίτερα τον Κικέρωνα. Ο απώτερος σκοπός του ήταν να γίνει φιλόσοφος.
Ο Ντέιβιντ Χιούμ υπήρξε ένας από τους εκπροσώπους της φιλοσοφίας του αγγλικού Εμπειρισμού, μαζί με τον John Locke και τον Georges Berkeley.