Σαράντα χρόνια, παρά ένα, µιας οικογένειας ασήµαντων ανθρώπων που πέρασαν τον ωκεανό µε την ελπίδα να κοιµούνται χορτάτοι. Ένας άνδρας και µια γυναίκα πατάνε πόδι στο Μεγάλο Μήλο το 1913, συνηθισµένοι σε γρήγορους ύπνους δίχως όνειρα. Το υπεσχηµένο Αµερικάνικο Όνειρο αργεί πολύ να τους επισκεφθεί. Κι όταν καταφτάνει, κρατά λίγο.
Ερωτεύονται άγαρµπα, παντρεύονται βιαστικά. Γεννούν παιδιά. Η απογοήτευση έρχεται στο σπίτι ή ξεκινά από αυτό. Έχουν µια ιδιότυπη αγάπη, στέρεη από συνήθεια και φόβο. Σαν να µην περισσεύει για τα παιδιά τους.
Ο γιος, βετεράνος του Ειρηνικού, ζωγράφος από µαταιόδοξο ταλέντο και µπογιατζής για βιοπορισµό, γράφει την ιστορία τους όσο ζει τη δική του. Τους κουβαλά ως µνήµες, προίκα και κατάρα.
Άνθρωποι από το παρελθόν εµφανίζονται γυρεύοντας τόκους που οι γονείς δεν πρόλαβαν να ξοφλήσουν.
Ένα νεο-νουάρ µυθιστόρηµα, πασπαλισµένο µε νατουραλισµό και ηθογραφία της παρακµής. Σε µια µακαρθική Νέα Υόρκη, όπου ο καθένας δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο πέραν του εαυτού του, κανείς δεν µπορεί να ισχυριστεί πως είναι αθώος.