« Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου έμαθα να καπνίζω και να πίνω. Δηλαδή, έμαθα να προσποιούμαι ότι καπνίζω και πίνω. Ο πόλεμος είχε δημιουργήσει μέσα μας μια παράξενη συναισθηματική ωριμότητα. Προέκυψε από την αντίληψή μας για τη ζωή σαν κάτι που θα τελείωνε απότομα στα είκοσί μας· δεν σκεφτόμασταν ποτέ την πιθανότητα να υπάρχει κάτι πέρα από τα λίγα χρόνια που μας απέμεναν. Η ζωή μας φαινόταν ένα παράξενα ασταθές πράγμα. Έμοιαζε με αλμυρή λίμνη από την οποία το περισσότερο νερό είχε ξαφνικά εξατμιστεί, αφήνοντας τόσο πυκνή συγκέντρωση αλατιού που τα σώματά μας επέπλεαν νωχελικά στην επιφάνεια. Δεδομένου ότι η στιγμή που θα έπεφτε η αυλαία δεν ήταν τόσο μακριά, θα ήταν αναμενόμενο ότι θα υιοθετούσα με μεγαλύτερη επιμέλεια τη μεταμφίεση που είχα επινοήσει για τον εαυτό μου. Όμως, ακόμη και ενώ έλεγα στον εαυτό μου ότι θα ξεκινούσα αύριο –αύριο, στα σίγουρα– το ταξίδι μου στη ζωή, το αύριο αναβαλλόταν μέρα με τη μέρα και τα χρόνια του πολέμου περνούσαν χωρίς το παραμικρό σημάδι της αναχώρησής μου.
[…]
Μπέρδευα τη σφοδρή, ανέφικτη επιθυμία του να μη θέλω να είμαι ο εαυτός μου με τη σεξουαλική επιθυμία ενός άνδρα με εμπειρίες, με την επιθυμία που προκύπτει από το γεγονός ότι είναι ο εαυτός του».
«Αυτό το μυθιστόρημα, η Vita Sexualis μου, είναι μια σεξουαλική αυτοβιογραφία που έχει στόχο την όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια. Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο, μέσα από την προσωπική μου ανάλυση, σε μια μελέτη του σαδισμού και της διαστροφής, το δεύτερο μέρος θέτει στόχο την αφήγηση μιας ερωτικής εξομολόγησης […] και τις πύρινες και αιώνιες ενοχές που πηγάζουν από αυτή. Η συγγραφή του συγκεκριμένου έργου σημαίνει βεβαίως το θάνατο του πλάσματος που είμαι, αλλά έχω επίσης την εντύπωση, στην πορεία της γραφής, ότι επανέκτησα λίγο λίγο τη ζωή μου. Τί θέλω να πω με αυτό ; Μα ότι προτού γράψω αυτό το έργο η ζωή που ζούσα ήταν η ζωή ενός πτώματος. Τη στιγμή μάλιστα που, χάρη σε αυτή την εξομολόγηση, συντελούνταν ο θάνατός μου, η ζωή ξεπήδησε ξανά από μέσα μου». – Y.M.