Δυο σκύλοι κάτω από το μαξιλάρι μου
Η ιστορία με λόγια και χωρίς λόγια
Εξώφυλλο/εικαστικό: Βάθης, Αντώνης
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-5448-15-8
Φαρφουλάς, Αθήνα, 2023
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 9.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 60 σελ.
Περιγραφή
Οι δύο σκύλοι κάτω από το μαξιλάρι μου.
Μια ιστορία που εκεί που πάει να αρχίσει τελειώνει, και εκεί που πάει να τελειώσει αρχίζει.
Το σύνθημα έρχεται από τους σκύλους.
Όταν γαβγίζουν κάτω από το μαξιλάρι του ποιητή η ιστορία τρέχει σαν αφηνιασμένο τηλεγραφόξυλο, και όταν σιωπούν η ιστορία ενώ συνεχίζει να τρέχει, σταματάει και μένει ακίνητη.
Μια ιστορία που λέγεται με λόγια και χωρίς λόγια.
Στην πρώτη περίπτωση τα λόγια είναι αρκετά και γλυκαίνουν το αυτί και το μάτι του αναγνώστη και στην δεύτερη περίπτωση τα λόγια λιγοστεύουν και σε κάποια σημεία χάνονται εντελώς ενσταλάζοντας μια δημιουργική ταραχή στο αυτί και το μάτι που πολλαπλασιάζει τα ψάρια μέσα τους και κάνει τις πηγές τους να τρέχουν αντί για νερό κρασί.
Μια ιστορία που τα δυο πρόσωπά της, όσο και να φαίνονται ανόμοια, είναι ίδια. Έχουν το ίδιο σάλιο και φτύνουν το ίδιο μακριά και κοντά και «όπου πάει».
Η ιστορία τέλος που μπορεί να διαβαστεί εύκολα από μικρούς και μεγάλους και ιδιαίτερα από ανθρώπους του βουνού που έχουν μάθει αντί να μιλούν, να κελαηδούν σαν νυχτολούλουδα.

Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο:
Ξεχειλίζοντας από χαρά, μιλιά και ερωτικό πλησίασμα ο θείος μου Ζαχαρίας θωπεύει την ανήλικη ζουμερή δεσποινιδούλα και μετά τρέχει πλάγια σαν αγνοούμενος ναυαγός και πέφτει σε μια μεγάλη πόρτα που χύνεται πάνω του όπως κρόκος αυγού.
Εγώ που δεν μπορώ να τρέξω μα κι ούτε να περπατήσω πλάγια μπορώ, κοιμάμαι στο μαλακό κρεβάτι του δρόμου και μέσω μιας βουτυρένιας τσουλήθρας οδηγούμαι σε έναν ύπνο που το νερό του σβήνει από τη φωτιά στο αίμα μου εκείνο το μέρος με τις πιο πομπώδεις ή πορώδεις εγκαταστάσεις…
Σαν να μου φαίνονται τώρα οι πολυκατοικίες λιγότερο ξένοιαστες.
Όλες μαζί μου φωνάζουν δύο η ώρα τα μεσάνυχτα.
«Άσε τίποτα» λέω για να πω κάτι και με δυο μεγάλα βήματα φτάνω σπίτι μου.
Όχι δεν είναι η γυναίκα μου που με κοιτά από τη μπαλκονόπορτα, δεν είμαι παντρεμένος.
Φορώντας φόρμα μπλε και μ’ ένα πυροτέχνημα από κοινού στα μάτια είναι ο εαυτός μου.
***
Η γάτα κοιμάται πάνω στο τραπέζι και ονειρεύεται παραγινωμένα σταφύλια.
Η παλιά και άδεια τηλεόραση στην άκρη της μακριάς οδού του ατελιέ αρχίζει να παίζει από μόνη της.
Το ίδιο κάνει και το καρφωμένο στο έδαφος παράλυτο σαξόφωνο δίπλα στη τηλεόραση.
Νότες και φως ή φως και νότες πνιγμένα στη ρητίνη.
Ένας τεράστιος βρεγμένος ξύλινος βράχος, που από ψηλά πάει να πέσει και να τα τελειώσει όλα συνθλίβοντάς μας, το μετανιώνει τελευταία στιγμή και μεταμορφώνεται σε παραφουσκωμένο μετεωρολογικό μπαλόνι...
Ο ζωγράφος κοιτάζοντας με κλειστά μάτια το μπαλόνι, μοιάζει από τη μια νεκρός και από την άλλη ότι κοιμάται.
Όταν μοιάζει νεκρός η γενειάδα του Θεού μακραίνει. Και όταν μοιάζει να κοιμάται το μουστάκι του διαβόλου αλλάζει εκατό χρώματα.