Το ανά χείρας βιβλίο επιχειρεί να εξετάσει μια σελίδα της αμερικανικής πολιτιστικής διπλωματίας στην Ελλάδα κατά την ιστορικά σύνθετη εποχή της εγχώριας απριλιανής δικτατορίας και του παγκόσμιου Ψυχρού Πολέμου: το ζήτημα των χρηματικών χορηγιών του Ιδρύματος Ford προς το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, χορηγίες που δεξιώθηκαν και δεκάδες άλλοι καλλιτέχνες, ερευνητές και επιστημονικοί οργανισμοί κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Εξετάζονται τα ζητήματα της δομής, του ρόλου, της λειτουργίας, των ιδεολογικών αρχών και των στόχων των αμερικανικών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (και κυρίως του Ιδρύματος Ford), τα οποία συνέβαλαν στον σχηματισμό του "αμερικανικού αιώνα", προωθώντας παράλληλα και την ανάπτυξη των τεχνών και των επιστημών. Παρατίθεται επίσης η σφοδρή διαμάχη που διεξήχθη μεταξύ των εγχώριων διανοούμενων για το ζήτημα των χορηγιών, η οποία πυροδοτήθηκε από την τραυματική πολιτική, οικονομική, εθνική και κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα, καθώς και από τις διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Μεγάλο κομμάτι της αντίδρασης προερχόταν από τον κόσμο της εγχώριας νεολαίας, η οποία είχε ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά, ακολουθώντας τα βήματα της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής νεολαιίστικης διεκδητικής κουλτούρας των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Η νεολαία εκφράστηκε μέσα από ποικίλα ημερήσια και περιοδικά έντυπα νόμιμης αντίστασης κατά τα έτη 1972-1973, εκμεταλλευόμενη την ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση του εγχώριου καθεστώτος και την άρση των μέτρων της προληπτικής λογοκρισίας. Επιπλέον, εξετάζεται η επιθυμία προώθησης του παγκόσμιου πρωτοποριακού και αντικομφορμιστικού ρεπερτορίου εκ μέρους του Κουν, τάση που συμβάδιζε γενικότερα με τις αντιλήψεις της πολιτιστικής διπλωματίας της ψυχροπολεμικής Αμερικής, η οποία ναι μεν προωθούσε την έντονα ατομικιστική και μη αναπαραστατική avant-garde, πλην όμως απογυμνωμένη από τα πολιτικά δόγματα και το μαχητικό κοινωνικό περιεχόμενο. Αυτή η γραμμή της πολιτικά σιωπηλής, αποϊδεολογικοποιημένης τέχνης αποτελούσε τον αντίποδα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού και της Agitprop. Τελικά, ο Κουν επιδόθηκε στο έντονα πολιτικοποιημένο ρεπερτόριο αμέσως μετά την πτώση της χούντας, καθώς αισθάνθηκε πλέον ελεύθερος τόσο σε σχέση με τις αντικομμουνιστικές κατευθύνσεις του Ιδρύματος Ford όσο και σε σχέση με αυτές του εγχώριου καθεστώτος