Το χαμόγελο της Πυθίας
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-505-599-8
Άγρα, Αθήνα, 7/2023
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 13.40 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
232 σελ.
Περιγραφή
Το περιοδικό Επίκαιρα διαφήμιζε έτσι το Χαμόγελο της Πυθίας : « Είναι το νέο συναρπαστικό μυθιστόρημα που έγραψε ειδικά για τα “Ε” ο Γιάννης Μαρής. Από το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη, τη Βιέννη, το Βερολίνο, πέντε άνθρωποι που δεν γνωρίζονται, που δεν έχουν τίποτα το κοινό, που δεν συναντήθηκαν ποτέ ώς τώρα ξεκινούν για την Ελλάδα, για να πραγματοποιήσουν το πιο φανταστικό “κόλπο του αιώνα”. Μια μοντέρνα περιπέτεια που θα αιχμαλωτίσει τον αναγνώστη ».
Το Χαμόγελο της Πυθίας (1971) είναι το δεύτερο βιβλίο του Μαρή με θέμα την αρχαιοκαπηλία, δέκα χρόνια μετά τον Ίλιγγο (1961). Εδώ ο Γιώργος Στεφάνου δέχεται στο Παρίσι την επίσκεψη ενός αγνώστου που του συστήνεται ως καθηγητής Φόυερμπαχ. Του ζήτησε να λάβει μέρος στην κλοπή του Ηνίοχου των Δελφών ανοίγοντας ένα τούνελ τον Δεκαπενταύγουστο, όταν το μουσείο θα είναι κλειστό. Ο αφηγητής θα συνεργαστεί με τη διεθνή σπείρα που έχει οργανώσει ο Φόυερμπαχ για λογαριασμό κάποιου μεγιστάνα, μανιώδους φιλότεχνου, ή ακόμα και κάποιου μουσείου. Η κλοπή μπορεί να είναι «μαξιμαλιστική», αλλά η περιγραφή του κυκλώματος των εμπλεκομένων είναι εντυπωσιακά εύστοχη και προφητική. Η αρχαιοκαπηλία στην Ελλάδα θα αρχίσει να βλέπει το φως της δημοσιότητας δύο δεκαετίες αργότερα.
–Ο καθηγητής Φόυερμπαχ μού μίλησε πάλι για τους φιλότεχνους. Για τους ανθρώπους που έχουν το πάθος των αριστουργημάτων και τα χρήματα να ικανοποιούν αυτό το πάθος τους. Μού έκανε…

Της έκανε, μου διηγήθηκε, μια ολόκληρη διάλεξη γι’αυτούς. Της μίλησε για κείνους που αγοράζουν αριστουργήματα της τέχνης για να κάνουν σίγουρες επενδύσεις των χρημάτων τους. Για τους άλλους που τα αγοράζουν για να στολίζουν τα μέγαρά τους και να επιδεικνύονται. Και για μια τρίτη κατηγορία, πιο σπάνια αυτή, τους αγνούς.

– Αγνούς ;

– Έτσι τους είπε. Εκείνους που έχουν το πάθος του αριστουργήματος για το αριστούργημα. Εκείνους που δεν κάνουν επένδυση ή επίδειξη. Εκείνους που είναι ευτυχισμένοι να έχουν δικό τους το αριστούργημα, να κάθονται απέναντί του, να το απολαμβάνουν χωρίς να το δείχνουν σε κανέναν, χωρίς να το ξέρει κανείς. Είναι εκείνοι, μου είπε, που αγοράζουν τα χαμένα αριστουργήματα. Τέτοιος ήταν αυτός που κράτησε χρόνια την κλεμμένη από το Λούβρο «Τζοκόντα » του Ντα Βίντσι. Είναι εκείνοι στους οποίους καταλήγουν τα έργα της Αναγεννήσεως, που κάθε τόσο διαβάζομε πως χάνονται από τις εκκλησίες της Ιταλίας. Οι φανατικοί. Που ξέρουν πως δεν μπορούν να τα πουλήσουν. Που χαίρονται να τα απολαμβάνουν κρυφά, μόνοι τους, σε κάποιο υπόγειο του μεγάρου τους. Τον άκουγα χωρίς ιδιαίτερη προσοχή. Πλήρωνα μ’αυτό τον τρόπο το γεύμα μου. Μόνο αργότερα κατάλαβα το νόημα αυτής της διαλέξεώς του.

Στάθηκα σε μια άκρη της μικρής αίθουσας που την κυριαρχούσε το αριστούργημα. Έψαξα ένα ένα τα πρόσωπα των ανθρώπων που το κοίταζαν. Υπήρχε ο θαυμασμός, η περιέργεια, ακόμα και το λίγο βαριεστημένο βλέμμα των ανθρώπων που επισκέπτονται ένα μουσείο γιατί πρέπει να το επισκεφτούν. Τέσσερα όμως πρόσωπα είχαν μια διαφορετική έκφραση. Την έκφραση μιας απορίας, σκέψεως, «μελέτης» θα μπορούσα να πω. Τέσσερις άνθρωποι δεν θαύμαζαν ή χάζευαν το αριστούργημα, αλλά το μελετούσαν σαν αντικείμενο δουλειάς. Κι αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι με την ιδιαίτερη έκφραση ήταν ο εισαγωγεύς των ηλεκτρικών μηχανημάτων, ο πρίγκιπας, ο Εγγλέζος μπεκρής μου και, φυσικά, ο καθηγητής κάτω από το καλοκάγαθο ύφος και την αρχαιολογική φλυαρία του. Ο πέμπτος, ασφαλώς, αλλά αυτό δεν το’ βλεπα, θα ήμουν εγώ.