[…] «Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια καὶ τυραννιέμαι καὶ πονῶ καὶ σβιέμαι νύχτα-μέρα».
Μα από πού μου ήρθε ο στίχος αυτός; Έρχεται και παρέρχεται μέσα μου. Μαζί κι άλλοι στίχοι από διάφορα ποιήματα, σαν ν’ ανασύρονται σιγά σιγά από ναυάγιο. Μα τι πανίσχυρο πράγμα το μυαλό! Να φταίει η δύναμη της συνήθειας; Πως κάθε τι το συνέδεα και μ’ έναν στίχο; Τι καλά που δεν έχω πάθει αμνησία! Να φταίει η ίδια η δύναμη της ζωής; Όχι. Ξέρω καλά –μόνον εγώ το ξέρω– πως για το ότι ζω ακόμα, ευθύνεται η Ελένη μου. Έχει γονατίσει πάνω στο σχοινί και με κρατά με τα μακριά της χέρια ώστε να μην πέσω. Πάση θυσία! Σπαράζει απ’ τους πόνους η μέση της, κόβονται τα γόνατά της, ματώνουν οι παλάμες της, αλλά εκεί… επιμένει. Κράτα με δυνατά με τις χερούκλες σου, Ελένη μου. Κράτα με δυνατά! […]