Το πρώτο πράγμα που φανταζόμαστε όταν διαβάζουμε ένα ποίημα είναι, νομίζω, η φωνή του ανθρώπου που το εκφέρει. Αν το ποίημα δεν μας αρέσει, τον ακούμε συνήθως να το απαγγέλλει, (συχνά με στόμφο ή μελοδραματικά), ανάμεσα σε φευγαλέες και ασαφείς εικόνες, ή άλλοτε (αν δεν γενικεύω προσωπικές μου συνήθειες) να προσπαθεί να το συνθέσει, δοκιμάζοντας τις λέξεις με τη φωνή, σ’ έναν κόσμο γύρω μας άδειο. Στα ποιήματα που μας αρέσουν, αντίθετα, τον ακούμε σιωπηλοί να μιλάει συγκινημένος πλάι μας για τα πράγματα που βλέπουμε μαζί του να συμβαίνουν γύρω μας καθώς τα ονομάζει. Και μόνο σε μερικά ποιήματα, όπου απουσιάζουν συνήθως το πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο, συμβαίνει καμιά φορά να τον ξεχνούμε, καθώς απορροφά την προσοχή μας ο κόσμος που περιγράφει, ή να ταυτιζόμαστε μαζί του, καθώς τα λόγια του φαίνεται να βγαίνουν από την ψυχή μας, έως ότου κάποιος απροσδόκητος χαρακτηρισμός ή σχόλιό του μας τον θυμίσει και διαλύσει την ταύτιση.