Το περίτεχνο αναγνωστήριο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Βοστόνης είναι ήσυχο, μέχρι που η ηρεμία διαλύεται από μία γυναικεία κραυγή τρόμου.
Οι φύλακες αναλαμβάνουν αμέσως δράση λέγοντας σε όλους να παραμείνουν στη θέση τους μέχρι να αναγνωριστεί και να περιοριστεί ο κίνδυνος.
Όσο περιμένουν, τέσσερις άγνωστοι που έτυχε να καθίσουν ο ένας δίπλα στον άλλο στο ίδιο τραπέζι περνούν την ώρα της αναμονής συζητώντας κι έτσι γεννιέται μια ωραία φιλία ανάμεσά τους.
Καθένας έχει τους δικούς του λόγους να βρίσκεται στο αναγνωστήριο εκείνο το πρωινό – απλώς τυχαίνει ένας απ’ όλους να είναι δολοφόνος.
Η παραπάνω αφήγηση είναι η αρχή ενός αστυνομικού έργου, σε μια ιστορία-μέσα-στην-ιστορία, ένα αιχμηρό και συναρπαστικό ανάγνωσμα, μία λογοτεχνική περιπέτεια με απροσδόκητες ανατροπές, που μας δείχνει πως οι λέξεις μπορούν να γίνουν τα πιο επικίνδυνα όπλα.