Ένα προφητικό αντιπολεμικό έργο γεμάτο δύναμη, πόνο και ελπίδα
Ουκρανία, 2014. Ένας νεαρός δάσκαλος σχεδιάζει να φέρει τον δεκατριάχρονο ανιψιό του στο σπίτι από το ορφανοτροφείο στην άλλη άκρη της πόλης.
Το σχολείο, στο οποίο η εργαζόμενη αδελφή του έχει παρατήσει τον γιο της, έχει δεχτεί πυρά και δεν προσφέρει πλέον ασφάλεια.
Το να διασχίσει όμως την πόλη, στην οποία η πολιτική κατάσταση είναι έκρυθμη, διαρκεί μια ολόκληρη ημέρα.
Το ταξίδι της επιστροφής μετατρέπεται σε δοκιμασία. Δάσκαλος και ανιψιός βρίσκονται δίπλα στις μάχες, χωρίς να μπορούν να δουν πιο μακριά από την ομίχλη που σηκώνεται από τις μαινόμενες φωτιές.
Κάθε ημέρα ακούγονται ο ήχος των πολυβόλων και οι εκρήξεις ναρκών όλο και πιο συχνά.
Παραστρατιωτικά στρατεύματα και σκυλιά χωρίς ιδιοκτήτη εμφανίζονται στα ερείπια, απαθείς άνθρωποι παραπατούν μέσα σε ένα αποκαλυπτικό αστικό τοπίο μπερδεμένοι και αποπροσανατολισμένοι.
Το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Zhadan ακροβατεί μεταξύ ρήξης και αφανισμού – δεν απεικονίζει απλώς το φυσικό τοπίο του πολέμου, αλλά τις επιπτώσεις που έχει η συνεχιζόμενη σύγκρουση στη ζωή και στο μυαλό των ανθρώπων.
Η ποιητική του γλώσσα δεν χαρίζεται στον ρεαλισμό του πολέμου.
Ο Zhadan αρνείται να μιλήσει όπως οι προπαγανδιστές: πάνω απ’ όλα ενδιαφέρεται για το πώς ο πόλεμος έχει επηρεάσει τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων – δηλαδή των πιο αθώων και ευάλωτων της ουκρανικής κοινωνίας.
Ωστόσο θα ζητήσει το δίκιο ενός λαού που μπαίνει άθελά του σε μια ζώνη όπου η ζωή τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Το πλήθος απομακρύνθηκε από το φυλάκιο και άρχισε να αραιώνει. Ο Πίτερ προνοητικά απέφυγε να περάσει μπροστά από μια ομάδα στρατιωτικών που νευρικά προσπαθούσαν κάτι να αποδείξουν ο ένας στον άλλο και πήδηξε πάνω από τους τραυματίες που είχαν αποθέσει στη μέση του δρόμου πάνω σε κουβέρτες και παλιά πανωφόρια.
Ο Πάσα τον ακολουθούσε, βήμα το βήμα, προσπαθώντας να μην κοιτάζει κατάματα τους στρατιωτικούς.
Στην παιδική του ηλικία, έτσι περνούσε μπροστά από τα αδέσποτα σκυλιά της γειτονιάς του: το σημαντικό ήταν να μην τα κοιτάξεις στα μάτια, επειδή, αν το έκανες, αμέσως καταλάβαιναν πως είσαι ξένος.
Αυτούς τους λίγους μήνες που είχαν περάσει, ο Πάσα δεν είχε συνηθίσει τους στρατιωτικούς και κάθε φορά προσπαθούσε να τους αποφεύγει.
Όταν τον σταματούσαν κοντά στον σταθμό και τον ρωτούσαν διάφορα, απαντούσε ψυχρά, κοιτάζοντας τον ώμο του συνομιλητή του.
Τώρα, όμως, ήταν τόσο πολλοί και όλοι είχαν αυτή την απροσδιόριστη, ανακατεμένη μυρωδιά από βρομιές, σίδερο, καπνό και μπαρούτι.