Θα ’θελα τώρα να κοιμηθώ... Αλλά σε παρακαλώ μη με ξεχάσεις... Να `χεις πάντα στον νου σου πως όλα ετούτα που σου είπα είναι αληθινά, είναι βγαλμένα μέσ’ απ’ τα βάθη της ψυχής μου... Και πως σ’ τα διηγήθηκα εγώ...Εγώ, ο Στρατής Δούκας.
Από τα Μοσχονήσια και το Αϊβαλί στη Νεάπολη Εξαρχείων και εν συνεχεία στην πρόσφατα απελευθερωμένη Μακεδονία και ύστερα ξανά πίσω στην Αθήνα, ο Στρατής Δούκας οδοιπορεί μέσω της μνήμης και εξομολογείται, σε μεγάλη πια ηλικία και τρόφιμος γηροκομείου, προσωπικές εμπειρίες αλλά και βιώματα ανθρώπων που άγγιξαν βαθιά την ψυχή του.
Κυρίαρχο γεγονός στη ζωή και το έργο του είναι η συνάντηση που είχε με έναν πρόσφυγα στην περιοχή της Πιερίας· συνάντηση που θα γεννήσει την εμβληματική για τα ελληνικά γράμματα Ιστορία ενός αιχμαλώτου.
Ταυτόχρονα με την ανάπλαση του σκηνικού της συγγραφής αυτού του κορυφαίου έργου, ξεδιπλώνεται ανάγλυφα και η ιστορία του ελληνικού πολιτισμού όλου σχεδόν του 20ού αιώνα, καθώς από την αφήγηση του Δούκα παρελαύνουν όχι μόνον οι εκλεκτές συντροφιές του (Κόντογλου, Παπαλουκάς, Μυριβήλης, Μόλλας, Βενέζης, Πεντζίκης...), μα και οι πνευματικοί του προπάτορες: Σολωμός, Παπαδιαμάντης, Παλαμάς, Καζαντζάκης, Χαλεπάς...
Ακροατής αυτής της μυθοπλαστικής εξιστόρησης ένας δημοσιογράφος. Αποδέκτες ωστόσο, θα ευχόταν ο Στρατής Δούκας, να είναι όλες οι κατοπινές γενιές και ιδίως η μεγάλη συμπάθεια και αδυναμία του: οι νέοι αυτού του τόπου.