Η ανάσα του ακουγόταν με δυσκολία. Το πρόσωπό του φουσκωμένο, ο λαιμός του το ίδιο. Τα χέρια και το στήθος του γεμάτα καλώδια και λαστιχάκια. Κι αυτό το μπιπ-μπιπ σαν καλοκουρδισμένο έσπαζε τη σιωπή.
Άραγε με νιώθει που στέκομαι στο προσκέφαλό του; Η απορία που με ταλάνιζε κάθε φορά που τον κοιτούσα. Κάθε φορά που μου ερχόταν να τον σκουντήσω, όταν δεν ανταποκρινόταν καθώς του φώναζα «Στέφανε, μ’ ακούς;». Μα δεν το έκανα. Δεν τολμούσα.
Ήταν τόσο εύθραυστος, που δεν θα συγχωρούσα τον εαυτό μου, εάν ένα και μόνο μου άγγιγμα τού προξενούσε μεγαλύτερο κακό.
Τον αγαπούσα. Πάρα πολύ. Ήθελα να γίνει καλά!
Μια ανάσα ζωής.
Έλα πίσω ξανά!
Β’ Μέρος της τριλογίας “Μία Αληθινή Ιστορία”
[Α’ μέρος: Αναστασία, Παλεύοντας με τη Σχιζοφρένεια]