Το βράδυ, μαζί με ένα φίλο, κατευθυνόμενοι προς ένα κάστρο που πρέπει να βρισκόταν στα περίχωρα του Λοριάν: Έδαφος μουσκεμένο. Νερό που σε λίγο θα έφθανε στη μέση της γάμπας, νερό χρώματος κρεμ, με ίχνη πράσινα, με όψη διφορούμενη και παρόλ’ αυτά πολύ ευχάριστη. Πολλές λιανές πάνω από τις οποίες γλιστρά ένα θαυμάσιο ψάρι σε σχήμα λοφωτού αδραχτιού με μια πολύ μεταλλική λάμψη πορφύρας και φωτιάς. Το ακολουθώ· αυτό όμως, κοροϊδεύοντάς με, επιταχύνει το βήμα του φεύγοντας προς το κάστρο. Φοβάμαι πως θα πέσω μέσα σε μια τρύπα. Έδαφος πιο ξερό. Του πετώ μια πέτρα που δεν το αγγίζει ή που το αγγίζει στο μέτωπο. Στη θέση του βρίσκεται τώρα μια γυναίκα-πουλί που μου στέλνει πίσω την πέτρα. Αυτή πέφτει ανάμεσα στα πόδια μου, γεγονός που με τρομάζει και με κάνει ν’ αρνούμαι να συνεχίσω τον δρόμο μου.